Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 17ο - Η συνομωσία αρχίζει...

Ο νεαρός άντρας, περίμενε υπομονετικά μέσα στο κόκκινο αυτοκινητάκι λίγα μέτρα πριν από την είσοδο του σπιτιού. Τα χέρια του κρατούσαν το τιμόνι του αυτοκινήτου τρέμοντας, η ανάσα του έβγαινε βαριά, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, μπορούσε λες και να την ακούσει.

Ναι, την άκουγε πεντακάθαρα. Την άκουγε που ούρλιαζε ασφυκτιώντας μέσα του γι’ αυτό που πήγαινε να κάνει. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί… Πώς είχε αφήσει τον εαυτό του να μπλέξει έτσι; Τι δουλειά είχε εκεί πέρα; Η ανάγκη, τι άλλο;

Όμως ο σκοπός… ο σκοπός του, ναι, ήταν ιερός. Μπορεί όχι για τον καθένα, μα για ‘κείνον ήταν.

Ο σκοπός. Ναι, ναι, ο σκοπός ! Εκεί έπρεπε να εστιάσει. Κι αυτά που θα διαδραματίζονταν σε λίγα λεπτά, αυτά που ο ίδιος θα προκαλούσε, θα ‘πρεπε να τα ξεχάσει, να τ’ αφήσει πίσω, έξω απ’ την άκρη του μυαλού… κι ακόμη παραπέρα.

Όχι, δε θα ‘ταν ο εαυτός του για τα επόμενα λίγα λεπτά. Θα ‘ταν κάποιος άλλος. Κάποιος ξένος, χωρίς ψυχή, χωρίς συνείδηση, χωρίς αισθήματα, χωρίς ντροπή, χωρίς…χωρίς τίποτα…

Ο Σκοπός. Μονάχα ο σκοπός! Εκεί έπρεπε να εστιάσει. Πουθενά αλλού.

Τις σκέψεις του διέκοψε η σιδερένια καγκελόπορτα που άνοιξε απότομα λίγα μέτρα μπροστά. Πετάχτηκε από το κάθισμά του. Τρία νέα παιδιά έβγαιναν γελαστά και χαρούμενα…

«Νάτα. Αλλά είναι τρία τα παιδιά» είπε από μέσα του και το στομάχι του σφίχτηκε. Που στο διάολο είχε μπλέξει; Και αυτός ο …Πέτρος; Γιατί τούκλεινε το τηλέφωνο;

Δύο αγόρια, το ένα γύρω στα 25 και το άλλο κάπου στα 13 κι ένα κορίτσι. Ένα όμορφο κορίτσι, μια γυναίκα γύρω στα 27. Στάθηκαν για λίγο έξω από την είσοδο του σπιτιού , είπαν δυο κουβέντες , δίπλα σ’ ένα σκούτερ, που ήταν παρκαρισμένο στην άκρη του πεζοδρομίου.

Ο άνθρωπος στο κόκκινο αυτοκίνητο δεν ήξερε τι να κάνει. Έπρεπε να τηλεφωνήσει πάλι. Πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο. Έτρεξε στον τηλεφωνικό θάλαμο που ήταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου, καμιά πενηνταριά μέτρα μακρύτερα, με κίνδυνο να τον δουν.

Άρπαξε το ακουστικό. Το τρέμουλο στα χέρια του έγινε πιο έντονο.

«Έλα! Δεν μου απαντάει αυτός ο …Πέτρος.» φώναξε επιτακτικά.
«Ποιός Πέτρος; Πού είσαι;» ρώτησε ο άντρας από την άλλη πλευρά της γραμμής.
«Για τη δουλειά.» είπε κοφτά. «Γρήγορα, πέσμου…τι να κάνω;»
«Μα πώς ξέρεις πως τον λένε Πέτρο; Εγώ δεν ξέρω το όνομά του!»

Αλήθεια ήταν. Τόσο καιρό που επικοινωνούσαν, κανείς δεν τον είχε δει ποτέ, κανείς δεν ήξερε το όνομά του, δεν τους είχε δώσει καμία πληροφορία. Ήταν «φάντασμα». Μέχρι το τελευταίο τηλεφώνημα. Που έπρεπε να γίνει εκείνη τη στιγμή, σ΄εκείνο το νούμερο. Χωρίς φυσικά άλλες πληροφορίες.

«Δε με νοιάζει πώς διάολο τον λένε ρε Στράτο! Αλλά τον παίρνω και δεν το σηκώνει.»
«Τι να σου πω; Εγώ το μόνο που ξέρω ήταν ότι εκείνος με είχε πάρει τηλέφωνο. Σ εσένα είχε δώσει ένα νούμερο. Τι έπαθες;»
«Τι έπαθα;» Ήταν έτοιμος να του τα πει όλα, μα αμέσως σκέφτηκε πως δε θα ήταν συνετό να δίνει πληροφορίες από το τηλέφωνο για μια τέτοια είδους δουλειά.

Έκλεισε απότομα το τηλέφωνο και έτρεξε πίσω στο αυτοκίνητο.

Ο τρίτος της παρέας είχε φύγει. Η κοπέλα με το νεαρό αγόρι είχαν κιόλας ανέβει στο σκούτερ.

«Είναι παιδιά ρε γαμώτο! Είναι παιδιά!» φώναξε. « Τι πάμε να κάνουμε;»

Ασυναίσθητα γύρισε το κλειδί στη μίζα και το αυτοκίνητο ξεκίνησε, αργά, αφήνοντας το σκούτερ να προπορεύεται λίγα μέτρα. Το είχε αποφασίσει. Δεν θα τους έκανε τίποτα. Θα έφευγε. Ένα καλό μεροκάματο ήθελε. Όχι να χτυπήσει παιδιά.

***********************************************************************

«Μαμά, πού είναι ο παράδεισος;» ρώτησε η μικρή Μαρίνα, χαζεύοντας με τα ματάκια της γουρλωμένα τα λιγοστά σύννεφα που έντυναν τον ουρανό, από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.

«Πώς το σκέφτηκες αυτό μικρή μου;» ρώτησε η Ζωή γελώντας και το μυαλό της ταξίδεψε.
Ταξίδεψε στις μέρες που ήταν παιδί, ξέγνοιαστο, ανέμελο, τότε που η μόνη της έγνοια ήταν το παιχνίδι και το μεγαλύτερό της άγχος πότε θα βγει να παίξει με τους φίλους της.

Κι ύστερα… μεγάλωσε. Κι η παιδική της ανεμελιά χάθηκε μέσα σε λίγους μήνες… Κι ήρθαν μέρες που ξυπνούσε το πρωί και «δεν ήταν καλά» χωρίς να ξέρει γιατί. Κι ύστερα ήρθαν τα προβλήματα, τ’ αληθινά κι οι έγνοιες εκείνες που δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς το βράδυ… Κι οι έρωτες…

Όχι, όχι, ο έρωτας υποτίθεται πως ήταν η «ευτυχία» στην ενήλικη ζωή της, η χαρά κι η αισιοδοξία. Πώς είχε καταφέρει λοιπόν να γίνει γι’ αυτήν φόβος, αγωνία και δυστυχία;

«Η γιαγιά του Κωστάκη πήγε στον παράδεισο και ο Κωστάκης δεν ήρθε στο σχολείο την Παρασκευή. Θα μου πεις πού είναι;»

«Μμμ… Λοιπόν μικρή μου, ο παράδεισος μπορεί να είναι σε πολλά μέρη.»
Η μικρή Μαρίνα πήρε μια έκφραση που έδειχνε να μπερδεύτηκε.

«Ο παράδεισος είναι ένα μέρος, που όταν είμαστε εκεί νιώθουμε πολύ χαρούμενοι!»
«Εγώ όταν πηγαίνουμε να δούμε τη γιαγιά και το Θωμά νιώθω πολύ χαρούμενη!» φώναξε γελώντας η Μαρίνα. «Δηλαδή ο παράδεισος είναι το σπίτι της γιαγιάς;»
«Ναι, ο δικός σου παράδεισος μπορεί να είναι το σπίτι της γιαγιάς.»
«Δηλαδή ο καθένας έχει το δικό του παράδεισο;»
«…Ναι.»
«Και ο δικός σου παράδεισος πού είναι μανούλα;»
« Ο δικός μου είσαι εσύ αγάπη μου!» είπε η Ζωή με τη σκέψη ακόμα να ταξιδεύει σε μέρες της ζωής της περασμένες. Τότε, που ήταν πραγματικά χαρούμενη, πραγματικά ευτυχισμένη.
Στον Έκτορα, όπως τον είχε αγαπήσει κι όπως τον είχε ζήσει τα πρώτα χρόνια της σχέσης τους. Τότε που κανένα σύννεφο, καμιά συκοφαντία και καμιά κακοήθεια δεν μπορούσε να τους βλάψει.

Η μικρή μ’ αυτή της την απάντηση είχε μπερδευτεί ακόμη περισσότερο.

«Και πώς καταλαβαίνουμε πού είναι ο παράδεισός μας μαμά;» Ρώτησε για ακόμη μια φορά η Μαρίνα προσπαθώντας να καταλάβει λίγο περισσότερο τι εννοούσε η μητέρα της.

Η Ζωή κοιτούσε μπροστά το δρόμο κι η μικρή στο πίσω κάθισμα δεν είχε δει τα μάτια της μητέρας της που είχαν βουρκώσει.

«Δυστυχώς μωρό μου, καταλαβαίνουμε πού είναι μόνο αφού έχουμε φύγει από ‘κει…»

«Φτάσαμε!» φώναξε χαρούμενα η Μαρίνα.

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 16ο - To παρελθόν του Έκτορα

Ο Έκτορας,(Εσρά, όπως πραγματικά τον έλεγαν) , ήταν το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά μιας από τις φτωχιές οικογένειες στην Αλβανία. Οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί του είχαν από χρόνια φύγει μακριά, να γλυτώσουν από τη φτώχια και την καταπίεση του καθεστώτος. Ο πατέρας του φρόντισε από νωρίς να κάνει διασυνδέσεις με ανθρώπους της κυβέρνησης κι έτσι κατάφερε να έχει εξασφαλισμένη μια θέση με λίγα αλλά σίγουρα λεφτά. Οι τρεις γιοί του ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι τη σχέση του πατέρα τους με την – ας πούμε- εξουσία κι αρνήθηκαν να ακολουθήσουν το δρόμο του.

Μονάχα ο Εσρά, για το χατίρι της μητέρας του είχε αποφασίσει να παίξει για λίγο προς όφελός του το χαρτί αυτό, των διασυνδέσεων κι έτσι βρέθηκε να σπουδάζει οικονομικά στο πανεπιστήμιο. Δεν είχε βέβαια σκοπό να μείνει για πάντα στην Αλβανία. Για ποιο λόγο;

Τα δυο μεγαλύτερά του αδέρφια, ο Αριάν και ο Λίκα είχαν φύγει από τη χώρα την ίδια νύχτα, πριν ακόμα ανοίξουν τα σύνορα. Ο Αριάν είχε βρει δουλειά στην Ιταλία, στις μεταφορές με φορτηγά κι ο Λίκα είχε ακολουθήσει έναν φίλο του στην Τουρκία. Πριν φύγουν η μάνα τους μάζεψε και τα τέσσερα παιδιά της και τα’ βαλε να της υποσχεθούν πως ό,τι και να γίνει, όπου κι αν βρίσκονται να μείνουν για πάντα ενωμένα. Ύστερα αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί και τα δύο αδέρφια πήραν ο καθένας το δρόμο του, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.

Ο πατέρας δεν ήταν καθόλου σύμφωνος με την απόφαση των παιδιών του να ξενιτευτούν. Θύμα κατά ένα μέρος της προπαγάνδας, θεωρούσε πως ο κόσμος βρισκόταν μέσα από τα σύνορα της Αλβανίας, ενώ έξω η ζωή θα ήταν για εκείνους πιο δύσκολη κι επικίνδυνη.

Οι κίνδυνοι αν κάποιος τους έπιανε στην προσπάθειά τους να το σκάσουν ήταν μεγάλοι και κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο ολόκληρη την οικογένεια. Για λίγο προσπάθησε να τους μεταπείσει, θυμίζοντάς τους για ακόμη μια φορά τις γνωριμίες που είχε αποκτήσει με τον καιρό μέσα στην κυβέρνηση. «Κανείς σας δε θα πάει χαμένος, ακούστε με!» τους έλεγε και τους ξαναέλεγε εθελοτυφλώντας για τη φτώχια και τις δυσκολίες μέσα στις οποίες ζούσε η οικογένεια. Δεν έβλεπε πως τόσα και τόσα χρόνια ούτε η οικογένειά του, αλλά ούτε κι ο ίδιος προσωπικά είχαν δει κάποιο όφελος.

Τις επόμενες μέρες, γνωρίζοντας πως η φυγή των παιδιών του θα γινόταν αντιληπτή και φοβούμενος για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που είχαν μείνει πίσω, έτρεξε αμέσως να τους «αποκληρώσει», τυπικά και «ουσιαστικά», τουλάχιστον για τον κόσμο. Όπου και να βρισκόταν μίλαγε για τους δυο αγαπημένους του γιούς με τα χειρότερα λόγια. Στην πλατεία, στο καφενείο, στους γείτονες, στη δουλειά, τονίζοντας πόσες πίκρες του είχαν μοιράσει τα «βρωμόπαιδα» και «καλύτερα να πέθαιναν παρά τέτοια ντροπή που τους είχαν δώσει». Μονάχα όταν οι πόρτες του σπιτιού κλείδωναν, τότε μόνο έβγαζε την αληθινή του ανησυχία και την αγάπη που ποτέ δεν έπαψε να νιώθει για τα παιδιά του.

Να τα ‘χαν άραγε καταφέρει; Να ‘χαν φτάσει άραγε εκεί που είχε σκοπό ο καθένας; Όλες αυτές οι σκέψεις βασάνιζαν κάθε νύχτα εκείνον και τη γυναίκα του και δε θα έβρισκαν ησυχία αν δε μάθαιναν κάποτε πως τα δυο παιδιά τους ήταν καλά. Μόνο αυτό ήθελαν να ξέρουν. Τίποτα άλλο.

Αφού τους δύο μεγαλύτερους γιούς του είχε αποτύχει να τους κρατήσει κοντά του, ήθελε τουλάχιστον να καταφέρει το μικρό πάση θυσία να μη φύγει. Έτσι, έβαλε μπροστά όσες γνωριμίες είχε αποκτήσει για να τον στείλει να σπουδάσει.

Στο μεταξύ, τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του Εσρά έστηναν σιγά σιγά τις νέες τους ζωές στους τόπους που είχαν ο καθένας επιλέξει. Έπιασαν γρήγορα δουλειά, στην αρχή με λιγοστά χρήματα, μα που, όπως και να ‘χε ήταν πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσαν να έχουν δουλεύοντας στην Αλβανία. Κι ο καιρός περνούσε κι εκείνοι όλο και πρόκοβαν στις νέες τους ζωές, δύσκολα μα γνωρίζονταν πως οι κόποι τους κάποτε θα ανταμείβονταν. Και κάθε βράδυ πριν κοιμηθούν το μυαλό τους ταξίδευε στη μακρινή τους πατρίδα, στην οικογένειά τους, τη μάνα, το πατέρα τους, που παρά τις «ιδέες» του ήταν άνθρωπος καλός, τίμιος και το μόνο που ήθελε ήταν το καλό τους, στον Εσρά και τη μικρή τους αδερφή, την Τίλα.

Κάποτε στο πανεπιστήμιο όπου φοιτούσε ο Εσρά, ήρθε για επίσκεψη μια ομάδα φοιτητών από την Ιταλία. Οι συμφοιτητές τους γεμάτοι απορία προσπαθούσαν να περιεργαστούν τους συνομήλικούς τους Ιταλούς. Όλη τη μέρα, όποιος τους πετύχαινε σε κάποιο διάδρομο τους λοξοκοιτούσε κρυφά, δίχως να τολμά να τους πει μια λέξη. Μια πρόταση, ένας χαιρετισμός θα μπορούσε να είναι επικίνδυνος.

Ο Εσρά, μπαίνοντας στο χώρο του φαγητού τους παρατήρησε με την άκρη του ματιού του, να κάθονται σ’ ένα τραπέζι. Ήταν καμιά δωδεκαριά άτομα, όλοι τους νέα παιδιά, όπως αυτοί. Ξαφνικά ο ένας από αυτούς σηκώθηκε κι ήρθε προς το μέρος του Εσρά, να γεμίσει το ποτήρι του με νερό.

«Εσρά…!» του ψιθύρισε.

Ο Εσρά τα ‘χασε. Τα χέρια του πάγωσαν. Το βλήμα του έμεινε ακλόνητο, στραμμένο προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που στεκόταν ο Ιταλός φοιτητής.

«Ο Αριάν μου είπε να σου πω πως είναι καλά, κι αυτός κι ο Λίκα. Δουλεύει στη μεγαλύτερη εταιρεία διεθνών μεταφορών. Πάει συνέχεια Γαλλία και Γερμανία. Κι άμα ποτέ τ’ αποφασίσεις θα σε περιμένει. Έχει δουλειά καλά στημένη» συνέχισε ψιθυριστά ο άγνωστος νέος.

Ο Εσρά δεν ήξερε τι να σκεφτεί! Πριν προλάβει να αντιδράσει ο νέος με μια γρήγορη κίνηση του βαλε κάτι στην τσέπη και επέστρεψε στο τραπέζι του. Κοίταξε τριγύρω σαστισμένος, φοβούμενος μήπως κάποιος τους είχε πάρει χαμπάρι, αλλά ευτυχώς απ’ ότι φαινόταν κανείς δεν είχε πάρει είδηση.

Πέρασε την υπόλοιπη μέρα του στο πανεπιστήμιο, προσποιούμενος πως τίποτα δεν είχε συμβεί, μέχρι που ήρθε η ώρα να επιστρέψει σπίτι. Μπήκε μέσα, βεβαιώνοντας πως είχε κλείσει καλά την πόρτα μπαίνοντας, κι έτρεξε και κλειδαμπαρώθηκε στο δωμάτιό του. Όλη τη μέρα, μετά το συμβάν στο φαγητό, ψαχούλευε με τα δάχτυλα του μέσα στην τσέπη το μικρό χαρτάκι που του ‘χε δώσει ο Ιταλός φοιτητής. Το ‘χε ανάγκη, το ‘θελε να το δει αυτό το χαρτάκι μόνος του, πρώτος απ’ όλους. Η καρδιά του κόντευε να σπάσει από την αγωνία. Τα δάχτυλα του τρύπωσαν στη μικρή του τσέπη, έπιασαν απαλά το χαρτάκι και το τράβηξαν έξω με προσοχή. Φαινόταν πως κάποιος το ‘χε κόψει από μια μεγαλύτερη σελίδα τετραδίου. Πάνω του δυο νούμερα, μάλλον τηλεφώνου και δυο ονόματα. «Αριάν» και «Λίκα».

Εκείνη ήταν και η στιγμή που ο Εσρά αποφάσισε πια για τα καλά πως δεν είχε πια λόγο να μένει άλλο στην Αλβανία. Σε λίγους μήνες, που θα τέλειωνε τις σπουδές του και θα ‘παιρνε το πτυχίο του, θα έφευγε κι εκείνος, όπως είχαν κάνει τα αδέρφια του.

«Εσρά!» Άκουσε μια γνώριμη φωνή έξω από το δωμάτιο να τον καλεί.

«Είσαι καλά παιδί μου; Μήπως είσαι άρρωστος;» Ο Εσρά άνοιξε την πόρτα μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.

«Τ’ αδέρφια μου μάνα! Τ’ αδέρφια μου είναι καλά!» φώναξε χαρούμενος. Ύστερα μάζεψε όλη την οικογένεια στην κουζίνα και τους διηγήθηκε όσα είχαν συμβεί στο πανεπιστήμιο εκείνη τη μέρα. Κι η διήγηση τέλειωσε με μια ανακοίνωση.

«Θα φύγω κι εγώ! Το αποφάσισα», είπε και κανείς δε μίλησε.

Λίγο καιρό μετά ο Εσρά πήρε το πτυχίο του, τα σύνορα άνοιξαν κι όλα έγιναν πιο εύκολα για εκείνον. Και το Νοέμβρη του 1991, αποχαιρέτησε τους γονείς και την αδερφή του κι έφυγε μαζί με ένα φίλο του για την Αθήνα.