Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 20ο - Στο πατρικό σπίτι της Ζωής...

«Έλα Μαρινάκι μου, κατέβα από το αυτοκίνητο! Το πήρα εγώ το κέικ.» Η Μαρίνα πήδηξε χαρούμενα από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου στην άσφαλτο.
«Εγώ θέλω να το πάω!» γκρίνιαξε χαριτωμένα.
«Εντάξει. Θα σου το δώσω μόλις φτάσουμε στην πόρτα. Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι»
Πέρασαν τη μικρή αυλόπορτα, μπήκαν στην οικοδομή κι ανέβηκαν στον έκτο όροφο της παλιάς, μα καλοδιατηρημένης, «μοντέρνου» ρυθμού πολυκατοικίας. Όταν έφτασαν στην πόρτα, η Ζωή έδωσε προσεκτικά το κέικ στη Μαρίνα. Η πόρτα άνοιξε κι η Μαρίνα όρμησε στη ζεστή και πάντα ανοιχτή αγκαλιά του Θωμά.
«Πρόσεξε Μαρινάκι, πρόσεξε το μπαστούνι του θείου»…τη μάλωσε γλυκά η μαμά της. Ο Θωμάς χαμογέλασε.

«Πάλι καλά που είναι μόνο το μπαστούνι δε λες;» έκανε χιούμορ. Δεν ήταν πολύς καιρός που είχε σηκωθεί από το καροτσάκι.

«Τι κάνει η μικρή μας μαγείρισσα; Τι μαθαίνω Μαρίνα; Έγινες νοικοκυρούλα;»
«Ναι. Έφτιαξα κέικ. Μαμά, πώς είπαμε πως το λένε το κέικ που φτιάξαμε;»
«Γιαουρτόπιτα.»
«Γιαουρτόπιτα» είπε γελώντας η Μαρίνα.
«Προκομμένη η ανιψούλα μου! Ήθελα να ‘ξερα από πού πήρε… Μάλλον απ’ το σόι του πατέρα της γιατί άμα κρίνουμε από τη μανούλα…», είπε γελώντας ο Θωμάς.
«Θωμά, σε παρακαλώ! Μη με συκοφαντείς στο παιδί μου! Εγώ είμαι πολύ νοικοκυρά… όταν έχω διάθεση.» Πρόσθεσε γελώντας η Ζωή.
Η μικρή Μαρίνα είχε προχωρήσει μέσα κι η Ζωή είχε μείνει μόνη με το Θωμά.

«Πώς είναι η μαμά; Γνωρίζει; », είπε κι οι δυο ξαφνικά σοβάρεψαν.
«Τα ίδια. Καμία βελτίωση. Σήμερα είναι πάντως καλύτερα. Της είπα πως θα έρθετε, έδειξε να χαίρεται αλλά μην περιμένεις και πολλά.»

«Κατάλαβα… Πάμε μέσα , μπας και προλάβω, μπας και με γνωρίσει...»

Η Ζωή μπήκε στο δωμάτιο που ήταν ξαπλωμένη η μητέρα της. Η Μαρίνα καθόταν στο κρεβάτι, πλάι στη γιαγιά της και της εξιστορούσε πώς η ίδια με τη βοήθεια της μαμάς της έφτιαξε ολόκληρο κέικ. Η γιαγιά της την άκουγε ήσυχη και χαμογελούσε. Την είχε γνωρίσει.
Χαμογέλασε η Ζωή.

«Μαρίνα μου δεν πας μέσα να βάλεις λίγο κέικ στη γιαγιά να φάει;»

«Ναι.» φώναξε η Μαρίνα κι αμέσως έφυγε από το δωμάτιο.

Η Ζωή κοίταξε με πίκρα κι αγάπη τη μητέρα της.

«Μαμά, ήρθαμε να σε δούμε.» Εκείνη έγνεψε καταφατικά, δείχνοντας πως ήξερε. «Πώς είσαι;»

«Η Μαρίνα, μεγάλωσε πολύ!»

«Ψηλώνει μέρα με τη μέρα» πρόσθεσε η Ζωή.

«Πάει σχολείο;»

«Πάει, ναι.»
Εκατό φορές οι ίδιες ερωτήσεις…οι ίδιες απαντήσεις. Ο πόνος της ήταν βαθύς της Ζωής.

«Εσύ παιδί μου, είσαι ευτυχισμένη;»

Τι ερώτηση ήταν αυτή; Η Ζωή αιφνιδιάστηκε. Αυτή, δεν της την είχε ξανακάνει.

«Με τέτοιο αστέρι στο σπίτι, σαν τη Μαρίνα, γίνεται να μην είμαι;», βιάστηκε να απαντήσει.

«Δεν εννοώ αυτό. Ζωή , είσαι γυναίκα. Πρέπει να φροντίζεις τον εαυτό σου. Πόσα πολλά στερήθηκες εξαιτίας μας παιδί μου! Από τον εγωισμό μας, πρώτα του πατέρα σου κι ύστερα το δικό μου, γιατί κι εγώ δεν έκανα τίποτα για να τον αποτρέψω…»

Στο μικρό δωμάτιο απλώθηκε σιγή.

«Τη ζωή μας μόνοι μας τη φτιάχνουμε Ζωή, αυτό να το θυμάσαι.»

«Μαμά…» πήγε κάτι να πει, μα το μετάνιωσε.

«Έφταιγα κι εγώ.», είπε τελικά. «Μπορούσα να το ‘χα παλέψει. Μπορούσα να ‘χω κάνει άλλες επιλογές, να μην έχω επηρεαστεί…, να μην έχω φοβηθεί…»

«Ποτέ δεν είναι αργά παιδί μου. Τα λάθη διορθώνονται.»

Η Ζωή ταράχτηκε. Τι της έλεγε δηλαδή; Να κάνει αυτό που τόσα χρόνια δεν είχε βρει το θάρρος; Και γιατί της τα ‘λεγε τώρα όλα αυτά; Γιατί τώρα κι όχι πιο πριν; Όσο δε θα ‘χε χάσει ακόμα την ελπίδα της, όσο το όνειρο για μια ζωή που ακόμα δεν είχε καταφέρει να ζήσει, παρέμενε. Μα τώρα; Τώρα πια ήταν αργά. Είχε πάψει να ελπίζει, είχε πάψει να ονειρεύεται. Είχε αποδεχτεί το περίπλοκο μα αληθινό παρόν μέσα στο οποίο ξυπνούσε καθημερινά, είχε μάθει να παρατηρεί τις χαρές του και να πνίγει τυχόν απωθημένα που της είχαν αφήσει τα κατάλοιπα του παρελθόντος. Και τώρα πια δε ζούσε για την ίδια. Ζούσε για εκείνο το κοριτσάκι, που ένα του χαμόγελο της αρκούσε για να της φτιάξει τη μέρα. Ή μήπως δεν της ήταν στ’ αλήθεια αρκετό;

«Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να σταματήσεις να ονειρεύεσαι παιδί μου.» συνέχισε η μητέρα της, διαβάζοντας λες τη σκέψη της.

«Το έκανα κι εγώ κάποια στιγμή, αλλά ήμουν πολύ μεγαλύτερη από σένα. Ζησ’ την τη ζωή σου, κορίτσι μου. Ζήσ’ την όσο είναι καιρός. Γιατί θα ‘ρθει μια στιγμή, που θα θέλεις να τη ζήσεις και δε θα ‘χει μείνει πια αρκετός χρόνος.»

Η Ζωή αγριεύτηκε. Μα τι συζήτηση ήταν αυτή που είχαν πιάσει μεσημεριάτικα; Οι δυο γυναίκες σταμάτησαν να μιλάνε. Πέρασαν μερικά λεπτά σιωπής.

Και ξαφνικά, η Μαρίνα μπήκε στο δωμάτιο, παρέα με το Θωμά, κρατώντας με το ένα της χεράκι το χέρι του και με το άλλο το πιατάκι. Το κρατούσε πολύ προσεκτικά το μικρό πιατάκι, με ένα κομμάτι γιαουρτόπιτα αλλά και πολύ σφιχτά το χέρι του θείου της.

«Γιαγιά, σου έφερα κέικ. Για-ου-ρτό-πι-τα.» είπε αργά κι έκανε να της το δώσει. Μα η ηλικιωμένη γυναίκα δε σάλεψε.

«Μαμά… η Μαρίνα σου έφερε κέικ. Το έφτιαξε μόνη της.», είπε ο Θωμάς.
Η μητέρα του κοίταξε απορημένη τη μικρή εγγονή της κι ύστερα της χάιδεψε στοργικά τα μαλλάκια και ρώτησε:

«Αυτό το κοριτσάκι τίνος είναι;»
«Α… μάλιστα.», έκανε απογοητευμένος ο Θωμάς.
«Μαμά, η Μαρίνα είναι, η εγγονή σου. Δε θυμάσαι;»
Η μητέρα τους κοίταξε περίεργα.
«Τι να θυμάμαι; Δεν έχω εγγονή Μαρίνα εγώ!» είπε τελικά.
«Μαμά, δε θα το φάει το κέικ η γιαγιά;» ρώτησε απογοητευμένη η Μαρίνα.
«Θα το φάω εγώ Μαρίνα μου. Η γιαγιά θα φάει πιο μετά», είπε ο Θωμάς.

Η Μαρίνα έκανε να πάει το κέικ στην κουζίνα, όταν ξαφνικά το πιάτο της γλίστρησε και έγινε χίλια κομμάτια στο πάτωμα. Ένα από αυτά πετάχτηκε στο πόδι της μητέρας της, πληγώνοντάς την λιγάκι.

Η Μαρίνα στενοχωρήθηκε. Και η μαμά της τής πρότεινε να κατέβει να παίξει για λίγο στην αυλή, με ένα πλαστικό σπιτάκι που κάποιο παιδάκι είχε παρατημένο κάτω.

Όταν η Μαρίνα έφυγε η Ζωή κάθισε με το Θωμά, να τα πουν λιγάκι.

«Τη μισή μέρα είναι μια χαρά, θυμάται, σχολιάζει, ρωτάει για σένα, για όλους, μου δίνει συμβουλές, όλα φυσιολογικά. Την άλλη μισή… έτσι.»

«Δε θυμάται τίποτα;»

«Θυμάται τα μισά, άλλες φορές μπερδεύει την πραγματικότητα με τη φαντασία. Τις προάλλες μου έλεγε πως η Μαρίνα δεν είναι κόρη του Αντρέα… Άλλη φορά μου έλεγε πως είσαι πάλι έγκυος και πως θα κάνεις αγοράκι. Τραγική κατάσταση…»

«Μίλησες με το γιατρό;»

«Ναι, μου είπε πως θα της δώσει χάπια πιο δυνατά, μήπως καλυτερέψει. Εσένα τι σου έλεγε όσο ήσασταν οι δυο σας;»

«Αλήθειες…» σκέφτηκε η Ζωή μα προτίμησε να μην το πει.

«Συμβουλές μου έδινε κι εμένα για τη ζωή μου. Φαινόταν να θυμάται. Με ρώτησε και για τη Μαρίνα… Για τον πατέρα μιλάει καθόλου;»

«Όχι, καθόλου. Και ούτε εγώ θέλω να μιλήσω!», της είπε κάπως απότομα.

«Εντάξει… Ας τα αφήσουμε αυτά. Εσύ, πες μου, τι κάνεις;»

Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της, χτύπησε το τηλέφωνο.
«Συγγνώμη», είπε ο Θωμάς και πήγε να το σηκώσει.