Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 14ο - Τα παιδικά χρόνια του Πέτρου

«Πότε θα γυρίσει ο μπαμπάς μου; Θέλω να του δείξω τη ζωγραφιά!»
«Σε λίγο αγάπη μου.» Η μητέρα, δεν είχε προλάβει να τελειώσει σχεδόν τη φράση της, όταν ακούστηκαν τα κλειδιά στην πόρτα.

«Ο μπαμπάς!» φώναξε χαρούμενος ο Πέτρος κι έτρεξε προς το μέρος του. Ο πατέρας έμεινε ασάλευτος, σαν στήλη άλατος δίχως να προχωρήσει ούτε βήμα πιο μέσα.
«Μπαμπά! Σου ‘φτιαξα μια ζωγραφιά!», συνέχισε να φωνάζει χοροπηδώντας ο Πέτρος.

Ήταν μόλις πέντε χρονών, πολύ μικρός για να παρατηρήσει τα δακρυσμένα μάτια της μητέρας του και το «χαμένο», εδώ και μέρες, βλέμμα του πατέρα του. Ιδιαίτερα εκείνη τη βαθιά ρυτίδα ανάμεσα απ’ τα μάτια του, καταμεσίς στο μέτωπό του.

«Μαμά, γιατί δε μιλάει ο μπαμπάς; Δεν του αρέσει η ζωγραφιά μου;»
Η μητέρα του προσπάθησε να συγκρατηθεί.

«Είναι κουρασμένος αγάπη μου.» είπε κοιτώντας τον άνθρωπο που αγαπούσε με όλη της την ψυχή, γεμάτη απελπισία. «Και είναι και ώρα για ύπνο.».
«Μα είναι πολύ νωρίς ακόμη!» διαμαρτυρήθηκε ο μικρός. Και δίκαια. Τόσην ώρα περίμενε το μπαμπά του, να του δείξει τη ζωγραφιά.

«Πέτρο! Μίλησα!» Η φωνή της μητέρας ακούστηκε επιτακτική.
«Καλά… Μπαμπά, θα ‘ρθεις να μου πεις μια ιστορία;»
Του άρεσαν πολύ οι ιστορίες που του ‘λεγε ο μπαμπάς του. Είχε έναν ήρεμο τόνο στη φωνή του κι έλεγε τόσο όμορφα πράγματα που έκαναν τον Πέτρο να ταξιδεύει.

«Πέτρο πήγαινε στο δωμάτιό σου!» ξαναποκρίθηκε η μαμά. «Σου είπα πως ο μπαμπάς είναι κουρασμένος».

Ο Πέτρος υπάκουσε.
Ήταν η τελευταία φορά που τον είδε ζωντανό.

Ανέβηκε στο δωμάτιό του, έβαλε τις πιζάμες του, πήρε το αγαπημένο του βιβλίο με τα παραμύθια από το οποίο του διάβαζε συχνά ο πατέρας του πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο κρεβάτι, περιμένοντάς τον, με την ελπίδα πως θα άλλαζε γνώμη και θα ανέβαινε να του διαβάσει λιγουλάκι. Μα η ώρα πέρασε και το αγοράκι αφέθηκε γλυκά στην αγκαλιά του Μορφέα.

Ένας δυνατός κρότος τον έκανε να πεταχτεί από το κρεβάτι μέσα στη νύχτα. Ύστερα βήματα. Κάποιος έτρεχε στη σκάλα. Κι ύστερα από λίγο ένα ουρλιαχτό. Έτρεξε έξω από το δωμάτιό του τρομαγμένος. Τα ουρλιαχτά συνεχίστηκαν! Κατέβηκε την ξύλινη σκάλα κλαίγοντας. Στο δάπεδο του σαλονιού μια λίμνη αίματος. Πάγωσε. Το λευκό νυχτικό της μητέρας του είχε γίνει κόκκινο. Ο πατέρας κείτονταν νεκρός στο πάτωμα. Δίπλα από τον καναπέ, στην άκρη του χεριού του ένα πιστόλι.

Τα ‘ξερε τα πιστόλια ο Πέτρος. Είχε δει και εικόνες και φωτογραφίες και τα είχαν οι κακοί στις ιστορίες που του ’λεγε ο μπαμπάς του για να κάνουν κακό στον κόσμο.
«Μα, είχε κι ο μπαμπάς πιστόλι;» σκέφτηκε ο Πέτρος. «Γιατί;». Το μυαλό του δεν μπορούσε να πάει τόσο γρήγορα. Ήταν μόλις πέντε χρονών αγοράκι. Γιατί να είναι πεσμένος ο μπαμπάς; Γιατί να κλαίει η μαμά; Γιατί τόσο αίμα; Γιατί;

Ο Πέτρος προέρχονταν από αριστοκρατική οικογένεια. Ο πατέρας του, αθηναίος, διευθυντικό στέλεχος μιας μεγάλης ναυτιλιακής εταιρείας, η μητέρα του κόρη ενός πλούσιου επιχειρηματία από τη Σπάρτη. Είχαν αγαπηθεί από τα φοιτητικά τους χρόνια, τότε που σπούδαζαν κι οι δυο στην Αθήνα. Λίγα χρόνια μετά παντρεύτηκαν κι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα.

Από τη νύχτα εκείνη, που σφράγισε την παιδική του ηλικία και τη ζωή του ολόκληρη, το πέτρινο διώροφο σπίτι στη Βουλιαγμένη σκοτείνιασε. Τα δωμάτια του φαίνονταν μαύρα, οι ντουλάπες έκρυβαν τέρατα, οι καθρέφτες φανέρωναν απόκοσμες φιγούρες. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί πια μόνος του. Έμενε ξάγρυπνος στο κρεβάτι του, μέχρι που αποφάσιζε και πήγαινε να χωθεί στο κρεβάτι της μητέρας του. Εκεί τουλάχιστον μπορούσε να τον πάρει για λίγο ο ύπνος, μέχρι να τον ξυπνήσουν τα κλάματά της μέσα στην νύχτα.

Η μητέρα του, ήταν ένα ερείπιο, που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να μη διαλυθεί, για χάρη του μοναχογιού της. Και για κείνη το σπίτι είχε γίνει πια ξένο, αφού δεν το μοιραζόταν με εκείνον που αγαπούσε. Δεν άντεχε να μένει πια εκεί. Έπρεπε να φύγουν.

Λίγους μήνες μετά έφυγαν για τη Σπάρτη.

Το πέτρινο σπίτι σφραγίστηκε. Το είχε μισήσει ο Πέτρος και κάποια στιγμή, υποσχέθηκε στον εαυτό του πως τίποτα ποτέ δε θα τον έκανε να γυρίσει. Δεν ήξερε πως πολλά χρόνια αργότερα κάτι θα κατάφερνε να τον κάνει να επιστρέψει. Κι αυτό το κάτι ….θα λεγόταν «εκδίκηση».

Τα χρόνια πέρασαν κι ο Πέτρος μεγάλωσε. Κι όταν πια ήταν σε θέση να συνειδητοποιήσει πόσα είχε στερηθεί από το χαμό του πατέρα του, άρχισε να ψάχνει μανιωδώς για τα αίτια που τον είχαν οδηγήσει στο θάνατο.

Κι όσο πιο πολλά μάθαινε τόσο πιο πολύ φανατιζόταν με την ιδέα της εκδίκησης. Για τον εαυτό του. Για όσα είχε στερηθεί σαν παιδί, για όλες τις νύχτες που ‘χε περάσει γεμίζοντας με δάκρυα το μαξιλάρι του… Κι ήταν πολλές εκείνες οι νύχτες… Μα και για τον πατέρα του τον ίδιο, που κάτι τον είχε κάνει να πάρει απόφαση να δώσει τέλος στη ζωή του.

Και ναι, θα τους έβρισκε κάποτε τους υπαίτιους και θα τους έκανε αληθινά να πληρώσουν. Να χάσουν κι εκείνοι ό,τι είχαν αγαπήσει περισσότερο, να καταστραφούν, όπως είχε καταστραφεί κι ο πατέρας του, τόσο που να μην τους έχει απομείνει τίποτα πια, κανένας λόγος για να ζουν, για να αναπνέουν.

Το πληγωμένο μικρό παιδί είχε γίνει ένας πληγωμένος, πονεμένος έφηβος και γινόταν ένας πονεμένος νέος άνδρας, γεμάτος μίσος κι επιθυμία για εκδίκηση.

2 σχόλια:

  1. Όσο εξελίσσεται η πλοκή του εργού, αποκτά και περισσότερο ενδιαφέρον. Σύγχρονη γλώσσα και γεγονότα που πολλές φορές μπορεί να διαδραματίζονται και στις ζωές των αναγνωστών. Περιμένουμε εναγωνίως την έκδοση του βιβλίου. Συγχαρητήρια για την αξιέπαινη προσπάθεια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολλές ανατροπές και αγωνία για το αποτέλεσμα. Κρατά τον αναγνώστη.Συγχαρητήρια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή