Έφτανε στο πλατύσκαλο του τρίτου ορόφου η Ζωή τρέμοντας από το σοκ και την αρρυθμία που την είχε ξαναπιάσει, όταν άκουσε απ’το ισόγειο τη φωνή του Θωμά διακεκομμένη απ’τις βαθιές του ανάσες:
«Ηρέμησε Ζωή… Όλα καλά! Ανεβαίνουμε… Ερχόμαστε… Εδώ την έχω τη Μαρίνα…»
Η Ζωή προσπάθησε να ανασάνει βαθιά, στέλνοντας ένα βλέμμα απόλυτης ανακούφισης να ψάξει να συναντήσει ένα «κάτι» άγνωστο και απροσέγγιστο στον ουρανό, έτσι όπως άλλωστε κάνουμε όλοι. Η Ζωή κάθισε στα σκαλιά. Να τους περιμένει. Ήθελε να κλάψει από χαρά αφού το μυαλό της είχε πάει στα χειρότερα. Προσπαθώντας να ηρεμήσει, έβαλε το δεξί χέρι στην καρδιά της παίρνοντας βαθιές εισπνοές.
«Πάλι τα ίδια…» μουρμούρισε. «Θα το ελέγξω…»
«Μαρίνα…» φώναξε και τινάχτηκε καθώς τους ξεχώρισε στο γύρισμα της σκάλας. Άρπαξε τη μικρή και την έκλεισε στην αγκαλιά της.
«Μαρίνα μου… Που ήσουν; Μη μου το ξανακάνεις αυτό… Γιατί δε μου απαντούσες που σου φώναζα; Είσαι καλά; Μη μου το ξανακάνεις αυτό… Είσαι καλά;»
«Καλά είναι. Έλα, ηρέμησε… Ηρέμησε…δεν έγινε και τίποτα, ολόκληρη κοπέλα είναι πια, μη γίνεσαι υπερβολική » είπε ο Θωμάς ακόμα λαχανιασμένος, χαϊδεύοντας τον ώμο της αδελφής του.
«Η Μαρίνα είναι μεγάλο παιδί πια και κατάλαβε που της το είπα ότι δεν πρέπει να μιλάει με ξένους.» είπε κοιτάζοντας τη Ζωή.
«Έτσι δεν είναι; Κάνει να μιλάμε με αγνώστους;» ρώτησε τη Μαρίνα.
Η Ζωή δεν καταλάβαινε για ποιους «ξένους» και για ποιους «άγνωστους» μιλούσαν. Εκείνη είχε ανησυχήσει που το παιδί είχε κατέβει μόνο του στο δρόμο .Και γι αυτήν, η Μαρίνα ήταν απλώς «το παιδί».
«Συγγνώμη που σε στενοχώρησα μαμά, δεν τόθελα, δεν πήγα πουθενά, εδώ κάτω ήμουνα…» είπε η μικρή χωρίς να συνειδητοποιεί κι αυτή τι το τόσο κακό είχε κάνει.
Άπλωσε το χέρι της προσπαθώντας να ισιώσει ένα χαρτί που κρατούσε και είχε τσαλακωθεί απ’ τις αγκαλιές της μητέρας της και να της το δείξει.
«Τι είναι αυτό αγάπη μου;»
«Να, ένας κύριος που ήταν πάνω σ΄ένα μηχανάκι μου το έδωσε. Είναι μια ζωγραφιά. Δύο κοχύλια. Αλλά τα’χει κάνει με το ίδιο χρώμα. Πολύχρωμα δεν είναι τα κοχύλια;» είπε η μικρή, αρχίζοντας να ξαναβρίσκει τη χαμένη της αυτοπεποίθηση!
Η Ζωή κοίταξε τα κοχύλια.
Ταράχτηκε.
Το χαρτί της γλίστρησε απ’τα χέρια μα το ξανάπιασε στον αέρα θέλοντας αμέσως να κρύψει την ταραχή της και στράφηκε στο παιδί:
«Και αυτός ο κύριος σου είπε τίποτε άλλο;» ρώτησε η Ζωή.
«Ότι έχω ωραία μάτια! Σαν τα δικά του… Θείε, ποιος έχει τα πιο όμορφα μάτια; Εγώ, η μαμά ή ο μπαμπάς; Ε;» ρώτησε η Μαρίνα χοροπηδώντας με νάζι μπροστά στον Θωμά.
«Εσύ βέβαια κουκλίτσα μου! Εσύ! Ποιος άλλος;» απάντησε εκείνος και την έπιασε απ’το χέρι. «Ελάτε, πάμε επάνω τώρα, να μην αφήνουμε και τη γιαγιά πολύ ώρα μόνη της» είπε και προχώρησε μπροστά με τη Μαρίνα, αφήνοντας τη Ζωή να τους ακολουθήσει.
***********************************************************
«Καληνύχτα καληνύχτα!» φώναξε ο Θωμάς απ’το μπαλκόνι, καθώς κάτω στο δρόμο, απέναντι, η Ζωή έκλεινε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου έχοντας μόλις βάλει στη Μαρίνα τη ζώνη ασφαλείας και πήγαινε να καθίσει στη θέση του οδηγού.
«Καληνύχτα αδέρφι, θα σου τηλεφωνήσω αύριο απογευματάκι, τι ώρα τελειώνεις με τις φυσικοθεραπείες;» του φώναξε.
«Κατά τις εξίμιση, πες εφτά. Ή σε παίρνω και εγώ, όπως τύχει… Όνειρα γλυκά και απονήρευτα!» χαιρέτησε με νόημα ο Θωμάς κλείνοντας την μπαλκονόπορτα…
Πείραζε συχνά ο Θωμάς τη Ζωή για τις θύελλες που περνούσε κατά καιρούς στα ερωτικά της και τις περιπέτειες της. Χαιρόταν κάθε φορά που καταλάβαινε πως η αδελφή του δεν περνά απαρατήρητη απ’τους άνδρες.
Όπως εκείνη την Κυριακή του Θωμά στα δεκαπέντε του, που του είχε τηλεφωνήσει αιφνιδιαστικά ο Πέτρος, ο φίλος και παλιός συνεργάτης της Ζωής που ήταν και δικός του φίλος, να του ευχηθεί χρόνια πολλά για τη γιορτή του μα και να τον ρωτήσει πλαγίως, να τον «ψαρέψει» δηλαδή, για το αν η Ζωή ήταν μόνη εκείνον τον καιρό, αν μιλά για εκείνον με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο και άλλα τέτοια σημάδια που ψάχνουν οι ερωτευμένοι!
Πολύ τον είχε προβληματίσει το νεαρότατο Θωμά- που είχε γλυτώσει πολύ…φτηνά από εκείνο το δυστύχημα με το μηχανάκι- το τηλεφώνημα του Πέτρου.
«Τώρα από πού μας προέκυψε πάλι αυτός;» είχε σκεφτεί. Της τόχε πει της Ζωής, μέσες- άκρες βέβαια, είχε δείξει να εκπλήττεται κι αυτή, μάλλον ευχάριστα, αλλά συνέχεια δεν είχε υπάρξει.
Ένιωθε παράλληλα και πως πρέπει να την προστατεύει απ’τις κακοτοπιές και ας ήταν μικρότερος της, αφού ο μεγάλος τους αδελφός ο Λεωνίδας είχε μετατεθεί εδώ και χρόνια στην Ξάνθη και εκεί είχε φτιάξει τη ζωή του. Το «γιατί» να την προστατεύει και από ποιον παρέμεναν ανεξήγητα… Όπως ανεξήγητο του είχε καρφωθεί στο μυαλό τόσα χρόνια αυτό το «Συγγνώμη για όλα» που του είχε πει ο Πέτρος κλείνοντας το τηλέφωνο εκείνη την Κυριακή και αφού του είχε ομολογήσει το ενδιαφέρον του για την αδελφή του…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου