Κυριακή 2 Μαΐου 2010
Παρουσιάστηκε το «12» στην Αθήνα
Το βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ και η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ παρουσίασαν το ομαδικό μυθιστόρημα "12" τη Δευτέρα 26 Απριλίου στο χώρο εκδηλώσεων του βιβλιοπωλείου ΙΑΝΟΣ στην Αθήνα. Για αυτό το πρωτότυπο ομαδικό βιβλίο μίλησαν ο πρ. υπουργός Πολιτισμού Πέτρος Τατούλης, ο Λαυρέντιος Δελασούδας, Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών και η τραγουδίστρια-συγγραφέας Ελένη Δήμου. Αποσπάσματα του μυθιστορήματος διάβασαν η ηθοποιός Ηρώ Μουκίου και ο εκ των συγγραφέων Βαγγέλης Αυγουλάς από γραφή braille. Ήταν μία υπέροχη εκδήλωση, με βίντεο και πολλούς θεατρικούς διαλόγους μέσα από το βιβλίο δίνοντας στους παρευρισκόμενους την ευκαιρία να εισχωρήσουν γρήγορα στην ιστορία και τους ήρωες του βιβλίου. Οι συγγραφείς του Δώδεκα αναφέρθηκαν στην διαδικασία που ακολούθησαν για να γραφτεί η ιστορία και τα δράματά του. Ενώ πιστεύουν βαθιά μέσα τους πως καθένας αναγνώστης που θα διαβάζει το Δώδεκα θα του ξαναδίνει ψυχή. Και ζωή. Θα ξαναδίνει ζωή στα όνειρα, στη μορφή, στον έρωτα, στις σκέψεις, στις αποφάσεις, στις ενέργειες, ακόμα και στο θάνατο, όπως ακριβώς οι ήρωες της ιστορίας. Καθένας αναγνώστης θα γίνεται κομμάτι του Δώδεκα και συνέχειά του.
Σάββατο 10 Απριλίου 2010
Παρουσίαση του "Δώδεκα" στην Αθήνα
Πρόσκληση
Το βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ και η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ σας προσκαλούν στην παρουσίαση του ομαδικού μυθιστορήματος "12" τη Δευτέρα 26 Απριλίου στις 20:30 στο χώρο εκδηλώσεων του βιβλιοπωλείου ΙΑΝΟΣ (Σταδίου 24, Αθήνα)
Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο πρ. υπουργός Πέτρος Τατούλης, ο Λαυρέντιος Δελασούδας, Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών και η τραγουδίστρια / συγγραφέας Ελένη Δήμου. Θα διαβάσουν αποσπάσματα η ηθοποιός Ηρώ Μουκίου και ο εκ των συγγραφέων Βαγγέλης Αυγουλάς από γραφή braille. Θα παραστούν και θα παρουσιαστούν οι περισσότεροι εκ των συγγραφέων. Την επιμέλεια της οπτικής παρουσίασης θα έχει η εκ των συγγραφέων Παυλίνα Κωνσταντάρα.
Συντονισμός : Δημήτρης Κωνσταντάρας
Είσοδος ελεύθερη
Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010
Παρουσιάστηκε το "Δώδεκα" στα Ιωάννινα
Με μεγάλη επιτυχία παρουσιάστηκε το ομαδικό μυθιστόρημα "Δώδεκα" στο βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης στα Ιωαννίνα το Σάββατο 27 Μαρτίου 2010. Πρόκειται για την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου στο αναγνωστικό κοινό που έδωσε το συγκινητικό παρών στην αρχή του ταξιδιού αυτού του πρωτότυπου βιβλίου. Την εκδήλωση προλόγισε η κ. Άννα Ασημακοπούλου, δημοτική σύμβουλος η οποία μίλησε για τις ευκαιρίες που μας προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες καθώς και για την ομαδικότητα όλων όσων συνεργάστηκαν για το μυθιστόρημα. Στα Ιωάννινα βρέθηκαν οι έξι από τους δώδεκα συγγραφείς οι οποίοι για πρώτη φορά βρέθηκαν κάπου μαζί και αρκετά συγκινημένοι και χαρούμενοι συνομίλησαν με τον κόσμο και υπέγραψαν βιβλία.
(Από δεξιά προς αριστερά: Μαρίνα Καρπόζηλου, Ράνια Αηδώνη, Δημήτρης Κωνσταντάρας, Μίλτος Γήτας, Ελίνα Οικονόμου, Εύη Γνωστοπούλου)
Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010
Tο "12" παρουσιάζεται στα Ιωάννινα
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Το βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης και οι εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική
σας προσκαλούν στην παρουσίαση του ομαδικού μυθιστορήματος «12»
το Σάββατο 27 Μαρτίου 2010 στη 13:00 στο χώρο του βιβλιοπωλείου (Σπύρου Κατσαδήμα 7, Ιωάννινα).
σας προσκαλούν στην παρουσίαση του ομαδικού μυθιστορήματος «12»
το Σάββατο 27 Μαρτίου 2010 στη 13:00 στο χώρο του βιβλιοπωλείου (Σπύρου Κατσαδήμα 7, Ιωάννινα).
Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:
Άννα Ασημακοπούλου, Δημοτική Σύμβουλος-Διευθύντρια Ιδρύματος ΕΓΝΑΤΙΑ ΗΠΕΙΡΟΥ
Βάσω Σκουλίκα, Δημοσιογράφος
Στέλιος Κανάκης, Εκδότης
Στην εκδήλωση θα παραστούν οι συγγραφείς:
Δημήτρης Κωνσταντάρας, Δημοσιογράφος- πρ. βουλευτής
Μίλτος Γήτας, Δημοσιογράφος-Ποιητής
Ελίνα Οικονόμου, Ιστορικός Τέχνης-Ποιήτρια
Ράνια Αηδώνη, Δημοσιογράφος-Ηθοποιός
Μαρίνα Καρπόζηλου, Δημοσιογράφος-Ραδιοφωνική παραγωγός
Εύη Γνωστοπούλου, Αρχιτέκτονας-Συγγραφέας
Χριστίνα Κόλλια Δημοσιογράφος-Συγγραφέας
Άννα Ασημακοπούλου, Δημοτική Σύμβουλος-Διευθύντρια Ιδρύματος ΕΓΝΑΤΙΑ ΗΠΕΙΡΟΥ
Βάσω Σκουλίκα, Δημοσιογράφος
Στέλιος Κανάκης, Εκδότης
Στην εκδήλωση θα παραστούν οι συγγραφείς:
Δημήτρης Κωνσταντάρας, Δημοσιογράφος- πρ. βουλευτής
Μίλτος Γήτας, Δημοσιογράφος-Ποιητής
Ελίνα Οικονόμου, Ιστορικός Τέχνης-Ποιήτρια
Ράνια Αηδώνη, Δημοσιογράφος-Ηθοποιός
Μαρίνα Καρπόζηλου, Δημοσιογράφος-Ραδιοφωνική παραγωγός
Εύη Γνωστοπούλου, Αρχιτέκτονας-Συγγραφέας
Χριστίνα Κόλλια Δημοσιογράφος-Συγγραφέας
Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010
To μυθιστόρημα των 12, κυκλοφορεί από την Εμπειρία Εκδοτική
Δώδεκα άνθρωποι, δώδεκα ξεχωριστές προσωπικότητες, η καθεμία με τις δικές της «λεπτομέρειες», τις διαστάσεις, τις σπουδές, τα ενδιαφέροντα, την καριέρα, τις ελπίδες, τους φόβους, τις ασχολίες, δώδεκα ξεχωριστά άτομα που δεν είχαν ποτέ βρεθεί κάπου όλα μαζί, έτρεξαν το καλοκαίρι του 2009 μια ιδιαίτερη, πρωτότυπη πνευματική σκυταλοδρομία.
Έγραψαν ένα μυθιστόρημα. Κομμάτι-κομμάτι. Εκκίνηση πήρε ο Μίλτος Γήτας, έτρεξε τη διαδρομή του, έδωσε τη σκυτάλη στην Παυλίνα Κωνσταντάρα κι εκείνη συνέχισε να τρέχει στην ίδια διαδρομή, αλλά με τα δικά της βήματα, έδωσε τη σκυτάλη στην Εύη Γνωστοπούλου, που συνέχισε το τρέξιμο στα ίδια χνάρια αλλά με τα δικά της παπούτσια, πέρασε τη σκυτάλη στον Βαγγέλη Αυγουλά, που συνέχισε να τρέχει με τη δική του αναπνοή, και μετά η Ράνια Αηδώνη και μετά η Μαρίνα Καρπόζηλου, η Χριστίνα Κόλλια, η Μαρία Κατούφα, η Ελίνα Οικονόμου, ο Μιλτιάδης Δημητρίου, η Ελένη Βασιλοπούλου, ώσπου ο τελευταίος δρομέας, ο Δημήτρης Κωνσταντάρας, τερμάτισε.
Το Δώδεκα είχε γεννηθεί. Η ιστορία του είχε γραφτεί. Τα δράματά του είχαν παιχτεί. Οι ήρωές του, η Ζωή, η Ελένη, ο Έκτορας, ο Θωμάς, ο Αντρέας, η Χρύσα, η Ασπασία, είχαν ζωντανέψει.
Καθένας αναγνώστης που θα διαβάζει το Δώδεκα θα του ξαναδίνει ψυχή. Και ζωή. Θα ξαναδίνει ζωή στα όνειρα, στη μορφή, στον έρωτα, στις σκέψεις, στις αποφάσεις, στις ενέργειες, ακόμα και στο θάνατο, όπως ακριβώς οι ήρωες της ιστορίας.
Καθένας αναγνώστης θα γίνεται κομμάτι του Δώδεκα και συνέχειά του.
Όπως άλλωστε οι 12 συγγραφείς του.
Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010
Hμερομηνία Έκδοσης
Η ημερομηνία Έκδοσης του ομαδικού μυθιστορήματος "ΔΩΔΕΚΑ" είναι η 1η Μαρτίου από την Εμπειρία Εκδοτική.
Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010
ΔΩΔΕΚΑ: Μέρος 27ο - Kάθε φορά...λόγια, ενοχές, σκέψεις
«Γαργαλιέμαι!!!!», φώναξε παιχνιδιάρικα και γελώντας η Μαρίνα στη μαμά της.
Η Ζωή με τη κόρη της καθόντουσαν στο καναπέ του σαλονιού χαζεύοντας τηλεόραση και... καλλωπίζοντας τους εαυτούς τους, σαν δυο «πραγματικές» γυναίκες που ήταν, όταν η μάννα αποφάσιζε ότι η κόρη της δεν ήταν το παιδάκι που θάθελε να είχε παραμείνει.
«Έλα που γαργαλιέσαι τώρα..... γκίλι, γκίλι, γκίλι ,γκίλι......», πείραξε η Ζωή τη μικρή και εκείνη ξεκαρδίστηκε στα γέλια!
«Εδώ που τα λέμε, τι γκίλι…γκίλι βρε μαμά …αυτά μου τάλεγες όταν ήμουνα 5 χρονών. Και μερικές φορές…»
Τη διέκοψε η Ζωή.
« Σαχλαμάρες η μαμά; Για τις μαμάδες, τα παιδιά δεν μεγαλώνουν ποτέ. Δεν εξακολουθεί να σ΄ αρέσει να κάνεις κούνια; Και τραμπάλα; Και να διαβάζεις μίκυ μάους; Ε, είσαι το μωράκι μου λοιπόν. Πάει και τελείωσε. Τώρα θα μου πεις…κι εμένα μ αρέσει . Και το μίκυ μάους και οι κούνιες».
Είχαν περάσει πολύ όμορφα οι δυο τους. Εκείνο το απόγευμα ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της Ζωής! Τα τελευταία χρόνια σπάνια ζούσε τέτοιες.... Μόνο με τη κόρη της. Πόσο την αγαπούσε τη Μαρίνα... Δε θα άφηνε ποτέ τίποτα στον κόσμο να την πληγώσει.
Μα, πόσο ρεαλιστική ήταν στα αλήθεια αυτή η σκέψη;
Οι σκέψεις της διακόπηκαν από τον ήχο κλειδιού στην εξώπορτα.
«Γεια σας αγάπες μου»
«Γειά σου μπαμπά μου », φώναξε χαρούμενα η Μαρίνα και πήγε να τον υποδεχτεί. Ήξερε ότι του άρεσε, «χαιδευόταν» κι όλας…
«Τι κάνει το κορίτσι μου;», είπε εκείνος με σταθερή και ήρεμη φωνή, όπως πάντα... Την πήρε στην αγκαλιά του.
«Πως πήγε σήμερα; », τον ρώτησε η Ζωή.
« Δράμα. Σκέτο μαρτύριο. Πολύ κουραστική...» της αποκρίθηκε δίνοντάς της ένα πεταχτό φιλί στο στόμα και χαϊδεύοντάς της απαλά τα μαλλιά.
Εννιά χρόνια γάμου ακριβώς με τον Ανδρέα. Πριν από ένα μήνα ήταν η επέτειός τους. Ένας γάμος ήρεμος, συγκροτημένος, «ιδανικός» αλλά όχι ευτυχισμένος... Δεν είναι ότι δεν τον αγαπούσε. Το αντίθετο. Πάντα, όμως, υπήρχε μία αόρατη απόσταση ανάμεσά τους. Κάποιες φορές κατηγορούσε τον εαυτό της.
Ίσως να ήταν κι εκείνη που δεν έδωσε τον εαυτό της σ’ αυτή τη σχέση και τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι. Πως ; Δεν είχε ποτέ κάτι κακό να πει για το γάμο της με τον Ανδρέα. Ήταν πάντα τρυφερός μαζί της, αγαπούσε τη Μαρίνα πολύ, ήταν καλός πατέρας και νοιαζόταν για το σπίτι του. Όλοι της έλεγαν πόσο τυχερή είναι που έχει έναν τέτοιον άνθρωπο δίπλα της, ότι μία τέτοια οικογένεια για πολλούς είναι όνειρο και εκείνη θα έπρεπε να ευχαριστεί το Θεό που την έχει.
Κάθε φορά που άκουγε αυτά τα λόγια ένιωθε ενοχές... Ενοχές για τις κρυφές της σκέψεις. Γιατί ήξερε ότι αυτά τα λόγια είχαν την αλήθεια τους. Εκείνη, όμως, δεν αισθανόταν καθόλου τυχερή. Αισθανόταν εγκλωβισμένη μέσα σε ένα χρυσό κλουβί το οποίο με τη λάμψη του, τύφλωνε τους πάντες. Και κανένας δεν έδινε σημασία στα «κάγκελα». Μέσα σ’ όλες αυτές τις σκέψεις θυμήθηκε τη κολλητή της, την Ελένη. Τότε, όταν εκείνη ακόμα ανυπομονούσε να γίνει μητέρα... τότε, που ζήλευε – καλοπροαίρετα- την Ελένη γιατί είχε ένα υπέροχο παιδάκι και έναν εξίσου υπέροχο άντρα να την αγαπά...
Πόσο αχάριστη νόμιζε τότε ότι ήταν η Ελένη. Και πόσο την είχε αδικήσει τελικά !
**********************************************************
Ήταν ένα κρύο βραδάκι Πέμπτης και η Μαρίνα είχε ήδη αποκοιμηθεί βαθιά. Είχε πάει βόλτα το απόγευμα με το μπαμπά της στο πάρκο, είχε βρει και κάτι φίλες , είχε και το ποδήλατο μαζί της και γύρισε ξεθεωμένη... Ο Ανδρέας έφυγε λίγο αργότερα για δουλειά όταν τον πήραν τηλέφωνο για κάποιο έκτακτο ρεπορτάζ. Η Ζωή μόλις είχε κάνει ένα χαλαρωτικό ντους.
Καθώς ντυνόταν το βλέμμα της έπεσε στο κομοδίνο όπου βρισκόταν το κινητό του Ανδρέα.
« Και πως θα συνεννοείται με το κανάλι;» σκέφτηκε αυτόματα. Την ίδια στιγμή, είχε το φως της οθόνης να αναβοσβήνει. Κάποιος τον έπαιρνε .Κι αυτός, το είχε στο αθόρυβο.
«Προφανώς τον ψάχνουν απ΄το κανάλι» ξανασκέφτηκε.
«Μήπως να το σηκώσω;», μονολόγησε. «Μπορεί να είναι κάτι σημαντικό για τη δουλειά».
Έκανε μία κίνηση να το πιάσει αλλά δε το πρόλαβε. Το φως έσβησε. Το πιο λογικό θα ήταν να το πάρει και να δει το νούμερο που καλούσε. Ποιος τον έπαιρνε ; Δεν τόκανε. Απ΄ το κανάλι θα ήταν. Ποιος άλλος;
Συνέχισε να σκέφτεται.
« Μα ότι και να είναι, πως θα τον βρω εγώ τον Ανδρέα να του το πω ; Άστο- κατέληξε- αν χρειαστεί κάτι, θα με πάρει στο σταθερό.»
Βγήκε από τη κρεβατοκάμαρα και στάθηκε στη πόρτα του δωματίου της μικρής. Τη παρατηρούσε... Ήταν πάντα τόσο γλυκιά όταν κοιμόταν... Ένα μικρό αγγελούδι...δηλαδή όχι και τόσο μικρό αλλά είπαμε. Για τις μανάδες, τα παιδιά μένουν πάντα «μωρά». Που θέλουν στοργή και προσοχή και προστασία. «Σε τι φταις κι εσύ βρε αγαπούλα μου ;», ψιθύρισε με πίκρα και έκλεισε τη πόρτα του δωματίου.
Πήγε και ξάπλωσε στο καναπέ, σκεπάστηκε με μία λεπτή κουβέρτα και προσπάθησε να χαλαρώσει. Είχε ήδη αρχίσει να ψιλοβρέχει και όσο περνούσε η ώρα , η βροχή δυνάμωνε. Το ένα φύλλο της τζαμόπορτας στο σαλόνι ήταν μισάνοιχτο κι αυτή η χαρακτηριστική μυρωδιά απ΄ τη βροχή είχε πλημμυρίσει το σπίτι.
Της άρεσε αυτή η μυρωδιά. Με κάθε ανάσα περνούσε μέσα της και τη γαλήνευε. Κι αυτός ο ήχος της βροχής. Είχε αρχίσει να τη νανουρίζει. Τα μάτια της έκλειναν . Ήταν ήδη έτοιμη να αποκοιμηθεί.
Που βρισκόταν; Τι έβλεπε; Τι άκουγε;
«Ζωηηή...» . Μια φωνή. Και μετά, ένας πυροβολισμός.
« Χτυπηθήκαμε από μία σφαίρα. Είμαστε ένα. Από την ίδια σφαίρα. Μία σφαίρα Ζωή μου... ». Και μετά το βάρβαρο κουδούνισμα του σταθερού τηλεφώνου. Μ έναν απ΄ αυτούς τους γελοίους ήχους που βάζουμε όλοι πια στα τηλέφωνα και τελικά μας κάνουν ν αναπολούμε το «ντριν…ντρίν…»
Η Ζωή πετάχτηκε έντρομη από τον καναπέ, ιδρωμένη και λαχανιασμένη. Σχεδόν δε μπορούσε να ανασάνει.
«Τι στο καλό...», σκέφτηκε.
Για μία στιγμή μόνο έκλεισε τα μάτια της. Πετάχτηκαν μπροστά της σκόρπιες εικόνες από εκείνη την ημέρα του πυροβολισμού, παραμονή Πρωτοχρονιάς του ‘99. Και η φωνή του Έκτορα να φωνάζει το όνομά της. Και μετά…αυτά τα λόγια του όταν ήταν στο νοσοκομείο μετά το πυροβολισμό. Όσο κι αν προσπάθησε , ποτέ της δε τα ξέχασε. Ακόμα τη βασάνιζαν με αμφιβολίες για τις επιλογές της αλλά και για τα ίδια της τα συναισθήματα.
Το κακόφωνο τηλέφωνο επέμενε. Σηκώθηκε αλαφιασμένη από αυτό το σύντομο φλας-μπακ μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας και απάντησε.
« Τι κάνεις βρε ψυχή; Πόσο καιρό έχουμε να τα πούμε; Κρίμα δεν είναι που χαθήκαμε έτσι ;»
Η Γεωργία δούλευε, πια, σε ένα γνωστό οίκο μόδας. Είχε βγάλει αρκετά χρήματα και αυτό φαινόταν πολύ. Ντυμένη με τη τελευταία λέξη της μόδας, πάντα μαλλί κομμωτηρίου και έντονο μακιγιάζ. Σαν όλη η ανασφάλεια της ψυχής της να συμπυκνωνόταν σ’ ένα κόκκινο κραγιόν...αυτό που φορούσε σχεδόν πάντα. Φαινόταν. Φαινόταν ότι ήθελε απεγνωσμένα να τη προσέχουν.. Ήθελε να τραβάει την προσοχή.
«Γεια σου, δεν σε γνώρισα... Ναι, ναι, καιρό έχουμε να ιδωθούμε.» απάντησε διστακτικά η Ζωή. «Καλά είσαι;»
«Μια χαρά Ζωή μου. Σε καινούρια δουλειά, πολύ glamour και το σημαντικό; Πολύ καλά λεφτά! Αλλά αυτά να μη τα λέμε από το τηλέφωνο. Η μικρή σου; Πως είναι; Είστε ... όλοι μαζί .. εκεί οικογενειακώς ; »
«Καλά είμαστε. Και το παιδί. Μεγαλώνει και ομορφαίνει», δε μπόρεσε να κρύψει τη περηφάνια της μαμάς, «Ο Ανδρέας λείπει για δουλειά. Κάτι έκτακτο».
«Πολύ χαίρομαι που όλα είναι καλά Ζωή μου. Να τα πούμε από κοντά κάποια στιγμή, έτσι; »
«Ε, ναι.....» και πριν ολοκληρώσει τη φράση της, η Γεωργία είχε κλείσει το τηλέφωνο.
Η Ζωή έμεινε με το ακουστικό στο χέρι. «Μα καλά... Που με θυμήθηκε αυτή...; », σκέφτηκε... «Έχω να τη δω από το γάμο μου....».
Έβαλε ένα ποτήρι νερό. Ένοιωσε μια ξαφνική δίψα. «Την είχαμε τρακάρει τυχαία με τον Ανδρέα και τη Μαρίνα στο Εμπορικό Κέντρο πριν από τρία χρόνια », θυμήθηκε! «Είχα τρομάξει να τη γνωρίσω τότε... Φαντάζομαι τώρα...», γέλασε ειρωνικά.
Συλλογίστηκε λίγο.... «Τέλος πάντων... », είπε. «O καθένας, ότι θυμάται χαίρεται...».
Έγειρε στον καναπέ και αποκοιμήθηκε.
Η Ζωή με τη κόρη της καθόντουσαν στο καναπέ του σαλονιού χαζεύοντας τηλεόραση και... καλλωπίζοντας τους εαυτούς τους, σαν δυο «πραγματικές» γυναίκες που ήταν, όταν η μάννα αποφάσιζε ότι η κόρη της δεν ήταν το παιδάκι που θάθελε να είχε παραμείνει.
«Έλα που γαργαλιέσαι τώρα..... γκίλι, γκίλι, γκίλι ,γκίλι......», πείραξε η Ζωή τη μικρή και εκείνη ξεκαρδίστηκε στα γέλια!
«Εδώ που τα λέμε, τι γκίλι…γκίλι βρε μαμά …αυτά μου τάλεγες όταν ήμουνα 5 χρονών. Και μερικές φορές…»
Τη διέκοψε η Ζωή.
« Σαχλαμάρες η μαμά; Για τις μαμάδες, τα παιδιά δεν μεγαλώνουν ποτέ. Δεν εξακολουθεί να σ΄ αρέσει να κάνεις κούνια; Και τραμπάλα; Και να διαβάζεις μίκυ μάους; Ε, είσαι το μωράκι μου λοιπόν. Πάει και τελείωσε. Τώρα θα μου πεις…κι εμένα μ αρέσει . Και το μίκυ μάους και οι κούνιες».
Είχαν περάσει πολύ όμορφα οι δυο τους. Εκείνο το απόγευμα ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της Ζωής! Τα τελευταία χρόνια σπάνια ζούσε τέτοιες.... Μόνο με τη κόρη της. Πόσο την αγαπούσε τη Μαρίνα... Δε θα άφηνε ποτέ τίποτα στον κόσμο να την πληγώσει.
Μα, πόσο ρεαλιστική ήταν στα αλήθεια αυτή η σκέψη;
Οι σκέψεις της διακόπηκαν από τον ήχο κλειδιού στην εξώπορτα.
«Γεια σας αγάπες μου»
«Γειά σου μπαμπά μου », φώναξε χαρούμενα η Μαρίνα και πήγε να τον υποδεχτεί. Ήξερε ότι του άρεσε, «χαιδευόταν» κι όλας…
«Τι κάνει το κορίτσι μου;», είπε εκείνος με σταθερή και ήρεμη φωνή, όπως πάντα... Την πήρε στην αγκαλιά του.
«Πως πήγε σήμερα; », τον ρώτησε η Ζωή.
« Δράμα. Σκέτο μαρτύριο. Πολύ κουραστική...» της αποκρίθηκε δίνοντάς της ένα πεταχτό φιλί στο στόμα και χαϊδεύοντάς της απαλά τα μαλλιά.
Εννιά χρόνια γάμου ακριβώς με τον Ανδρέα. Πριν από ένα μήνα ήταν η επέτειός τους. Ένας γάμος ήρεμος, συγκροτημένος, «ιδανικός» αλλά όχι ευτυχισμένος... Δεν είναι ότι δεν τον αγαπούσε. Το αντίθετο. Πάντα, όμως, υπήρχε μία αόρατη απόσταση ανάμεσά τους. Κάποιες φορές κατηγορούσε τον εαυτό της.
Ίσως να ήταν κι εκείνη που δεν έδωσε τον εαυτό της σ’ αυτή τη σχέση και τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι. Πως ; Δεν είχε ποτέ κάτι κακό να πει για το γάμο της με τον Ανδρέα. Ήταν πάντα τρυφερός μαζί της, αγαπούσε τη Μαρίνα πολύ, ήταν καλός πατέρας και νοιαζόταν για το σπίτι του. Όλοι της έλεγαν πόσο τυχερή είναι που έχει έναν τέτοιον άνθρωπο δίπλα της, ότι μία τέτοια οικογένεια για πολλούς είναι όνειρο και εκείνη θα έπρεπε να ευχαριστεί το Θεό που την έχει.
Κάθε φορά που άκουγε αυτά τα λόγια ένιωθε ενοχές... Ενοχές για τις κρυφές της σκέψεις. Γιατί ήξερε ότι αυτά τα λόγια είχαν την αλήθεια τους. Εκείνη, όμως, δεν αισθανόταν καθόλου τυχερή. Αισθανόταν εγκλωβισμένη μέσα σε ένα χρυσό κλουβί το οποίο με τη λάμψη του, τύφλωνε τους πάντες. Και κανένας δεν έδινε σημασία στα «κάγκελα». Μέσα σ’ όλες αυτές τις σκέψεις θυμήθηκε τη κολλητή της, την Ελένη. Τότε, όταν εκείνη ακόμα ανυπομονούσε να γίνει μητέρα... τότε, που ζήλευε – καλοπροαίρετα- την Ελένη γιατί είχε ένα υπέροχο παιδάκι και έναν εξίσου υπέροχο άντρα να την αγαπά...
Πόσο αχάριστη νόμιζε τότε ότι ήταν η Ελένη. Και πόσο την είχε αδικήσει τελικά !
**********************************************************
Ήταν ένα κρύο βραδάκι Πέμπτης και η Μαρίνα είχε ήδη αποκοιμηθεί βαθιά. Είχε πάει βόλτα το απόγευμα με το μπαμπά της στο πάρκο, είχε βρει και κάτι φίλες , είχε και το ποδήλατο μαζί της και γύρισε ξεθεωμένη... Ο Ανδρέας έφυγε λίγο αργότερα για δουλειά όταν τον πήραν τηλέφωνο για κάποιο έκτακτο ρεπορτάζ. Η Ζωή μόλις είχε κάνει ένα χαλαρωτικό ντους.
Καθώς ντυνόταν το βλέμμα της έπεσε στο κομοδίνο όπου βρισκόταν το κινητό του Ανδρέα.
« Και πως θα συνεννοείται με το κανάλι;» σκέφτηκε αυτόματα. Την ίδια στιγμή, είχε το φως της οθόνης να αναβοσβήνει. Κάποιος τον έπαιρνε .Κι αυτός, το είχε στο αθόρυβο.
«Προφανώς τον ψάχνουν απ΄το κανάλι» ξανασκέφτηκε.
«Μήπως να το σηκώσω;», μονολόγησε. «Μπορεί να είναι κάτι σημαντικό για τη δουλειά».
Έκανε μία κίνηση να το πιάσει αλλά δε το πρόλαβε. Το φως έσβησε. Το πιο λογικό θα ήταν να το πάρει και να δει το νούμερο που καλούσε. Ποιος τον έπαιρνε ; Δεν τόκανε. Απ΄ το κανάλι θα ήταν. Ποιος άλλος;
Συνέχισε να σκέφτεται.
« Μα ότι και να είναι, πως θα τον βρω εγώ τον Ανδρέα να του το πω ; Άστο- κατέληξε- αν χρειαστεί κάτι, θα με πάρει στο σταθερό.»
Βγήκε από τη κρεβατοκάμαρα και στάθηκε στη πόρτα του δωματίου της μικρής. Τη παρατηρούσε... Ήταν πάντα τόσο γλυκιά όταν κοιμόταν... Ένα μικρό αγγελούδι...δηλαδή όχι και τόσο μικρό αλλά είπαμε. Για τις μανάδες, τα παιδιά μένουν πάντα «μωρά». Που θέλουν στοργή και προσοχή και προστασία. «Σε τι φταις κι εσύ βρε αγαπούλα μου ;», ψιθύρισε με πίκρα και έκλεισε τη πόρτα του δωματίου.
Πήγε και ξάπλωσε στο καναπέ, σκεπάστηκε με μία λεπτή κουβέρτα και προσπάθησε να χαλαρώσει. Είχε ήδη αρχίσει να ψιλοβρέχει και όσο περνούσε η ώρα , η βροχή δυνάμωνε. Το ένα φύλλο της τζαμόπορτας στο σαλόνι ήταν μισάνοιχτο κι αυτή η χαρακτηριστική μυρωδιά απ΄ τη βροχή είχε πλημμυρίσει το σπίτι.
Της άρεσε αυτή η μυρωδιά. Με κάθε ανάσα περνούσε μέσα της και τη γαλήνευε. Κι αυτός ο ήχος της βροχής. Είχε αρχίσει να τη νανουρίζει. Τα μάτια της έκλειναν . Ήταν ήδη έτοιμη να αποκοιμηθεί.
Που βρισκόταν; Τι έβλεπε; Τι άκουγε;
«Ζωηηή...» . Μια φωνή. Και μετά, ένας πυροβολισμός.
« Χτυπηθήκαμε από μία σφαίρα. Είμαστε ένα. Από την ίδια σφαίρα. Μία σφαίρα Ζωή μου... ». Και μετά το βάρβαρο κουδούνισμα του σταθερού τηλεφώνου. Μ έναν απ΄ αυτούς τους γελοίους ήχους που βάζουμε όλοι πια στα τηλέφωνα και τελικά μας κάνουν ν αναπολούμε το «ντριν…ντρίν…»
Η Ζωή πετάχτηκε έντρομη από τον καναπέ, ιδρωμένη και λαχανιασμένη. Σχεδόν δε μπορούσε να ανασάνει.
«Τι στο καλό...», σκέφτηκε.
Για μία στιγμή μόνο έκλεισε τα μάτια της. Πετάχτηκαν μπροστά της σκόρπιες εικόνες από εκείνη την ημέρα του πυροβολισμού, παραμονή Πρωτοχρονιάς του ‘99. Και η φωνή του Έκτορα να φωνάζει το όνομά της. Και μετά…αυτά τα λόγια του όταν ήταν στο νοσοκομείο μετά το πυροβολισμό. Όσο κι αν προσπάθησε , ποτέ της δε τα ξέχασε. Ακόμα τη βασάνιζαν με αμφιβολίες για τις επιλογές της αλλά και για τα ίδια της τα συναισθήματα.
Το κακόφωνο τηλέφωνο επέμενε. Σηκώθηκε αλαφιασμένη από αυτό το σύντομο φλας-μπακ μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας και απάντησε.
« Τι κάνεις βρε ψυχή; Πόσο καιρό έχουμε να τα πούμε; Κρίμα δεν είναι που χαθήκαμε έτσι ;»
Η Γεωργία δούλευε, πια, σε ένα γνωστό οίκο μόδας. Είχε βγάλει αρκετά χρήματα και αυτό φαινόταν πολύ. Ντυμένη με τη τελευταία λέξη της μόδας, πάντα μαλλί κομμωτηρίου και έντονο μακιγιάζ. Σαν όλη η ανασφάλεια της ψυχής της να συμπυκνωνόταν σ’ ένα κόκκινο κραγιόν...αυτό που φορούσε σχεδόν πάντα. Φαινόταν. Φαινόταν ότι ήθελε απεγνωσμένα να τη προσέχουν.. Ήθελε να τραβάει την προσοχή.
«Γεια σου, δεν σε γνώρισα... Ναι, ναι, καιρό έχουμε να ιδωθούμε.» απάντησε διστακτικά η Ζωή. «Καλά είσαι;»
«Μια χαρά Ζωή μου. Σε καινούρια δουλειά, πολύ glamour και το σημαντικό; Πολύ καλά λεφτά! Αλλά αυτά να μη τα λέμε από το τηλέφωνο. Η μικρή σου; Πως είναι; Είστε ... όλοι μαζί .. εκεί οικογενειακώς ; »
«Καλά είμαστε. Και το παιδί. Μεγαλώνει και ομορφαίνει», δε μπόρεσε να κρύψει τη περηφάνια της μαμάς, «Ο Ανδρέας λείπει για δουλειά. Κάτι έκτακτο».
«Πολύ χαίρομαι που όλα είναι καλά Ζωή μου. Να τα πούμε από κοντά κάποια στιγμή, έτσι; »
«Ε, ναι.....» και πριν ολοκληρώσει τη φράση της, η Γεωργία είχε κλείσει το τηλέφωνο.
Η Ζωή έμεινε με το ακουστικό στο χέρι. «Μα καλά... Που με θυμήθηκε αυτή...; », σκέφτηκε... «Έχω να τη δω από το γάμο μου....».
Έβαλε ένα ποτήρι νερό. Ένοιωσε μια ξαφνική δίψα. «Την είχαμε τρακάρει τυχαία με τον Ανδρέα και τη Μαρίνα στο Εμπορικό Κέντρο πριν από τρία χρόνια », θυμήθηκε! «Είχα τρομάξει να τη γνωρίσω τότε... Φαντάζομαι τώρα...», γέλασε ειρωνικά.
Συλλογίστηκε λίγο.... «Τέλος πάντων... », είπε. «O καθένας, ότι θυμάται χαίρεται...».
Έγειρε στον καναπέ και αποκοιμήθηκε.
Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009
ΔΩΔΕΚΑ: Μέρος 26ο - Μια επιλογή... μια λύση
Και τον λόγο του τον κράτησε ο Χρήστος. Τη Δευτέρα το βράδυ γύρισε σπίτι του μεσάνυχτα, ένα τρίωρο περίπου αργότερα από τα συνηθισμένα. Πήγε στο δωμάτιο του γιου του και τον βρήκε στην τηλεόραση να βλέπει αλλά χωρίς να παρακολουθεί…
«Θωμά. Να ετοιμάζεσαι αγόρι μου. Τώρα ήρθα, ήμουν δύο ώρες με τον Υπουργό και συζητούσαμε μόνο αυτό το θέμα. Έχουμε λύση και για το κόστος, όλα θα πάνε καλά».
Ο Θωμάς σταμάτησε. Γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε. Απίστευτο. Ο πατέρας του σχεδόν χαμογελούσε αν και ο Θωμάς ένιωθε πως για κάποιον λόγο δε θα’πρεπε να δείχνει ευχαριστημένος.
«Με τα παιδιά μίλησες; Ξέρουν; Για δάνειο; Και ο Υπουργός τι;»
Ελλειπτικότατες προτάσεις για έναν αριστούχο φοιτητή της Φιλοσοφικής, μα υπέρ αρκετές για έναν άνθρωπο που ένιωθε εδώ και εφτά χρόνια μισός και που τώρα άκουγε πως μπορεί και να μη χάσει εντελώς τα νιάτα και την εφηβεία του και να ξαναπάρει πίσω τη ζωή του…
«Θα το πάρει όλο πάνω του ο Υπουργός. Το κάνει σου λέω δική του υπόθεση το κόστος. Αγόρι μου αφού λύνεται και αυτό όλα καλά θα πάνε, θα το δεις.» είπε ο πατέρας χειρονομώντας παράλληλα για να γίνει πιο πειστικός και αναρωτήθηκε ποιος ήθελε να πείσει ποιον τελικά σ’αυτήν την ιστορία.
«Δηλαδή ο υπουργός θα βάλει το χέρι στη δική του τσέπη και θα μας δώσει δεκαπέντε – είκοσι μισθούς του, καμιά εικοσαριά εκατομμύρια δηλαδή για να πάω εγώ έξω με 40% πιθανότητες να κάνουμε μια τρύπα στο νερό, την ίδια ώρα που έχει ακόμη στην μπούκα τον δημοσιογράφο που τον ρώτησε προχθές πώς μεταφράζεται σήμερα στην πράξη το Κράτος Πρόνοιας;»
Σταμάτησε να πνίξει έναν κόμπο που ένιωθε στον λαιμό και δε μπορούσε να μιλήσει.
«Έτσι θα γίνει;» ρώτησε συνεχίζοντας να’χει το βλέμμα του καρφωμένο στο παράθυρο και ας μην έβλεπε τίποτα, αφού παντζούρια και κουρτίνες ήταν κλειστά.
«Που τον θυμήθηκες τώρα αυτόν τον γλείφτη το δημοσιογράφο; Τι σχέση έχει με την κουβέντα μας; Και πώς μπορείς και λαϊκίζεις τέτοιες στιγμές; Το ξέρεις καλά πως ακριβώς έτσι δεν μπορεί να γίνει. Ούτε όλους τους μισθούς του μπορεί να δώσει αλλά ούτε και φτάνουν αυτά τα λεφτά.» είπε ο Χρήστος πιάνοντας με το δεξί του χέρι την πλάτη του αμαξιδίου του Θωμά και σκουπίζοντας το μέτωπο του που είχε ιδρώσει με το αριστερό.
Ξεφύσηξε μια-δυο φορές, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του και συνέχισε σκύβοντας πάνω από τον γιο του:
«Τέλη του Γενάρη, να καταλαγιάσει λίγο και η τρέλα από τις γιορτές, θα οργανώσει ο Υπουργός μια βραδιά για σένα, μια εκδήλωση. Βουλευτές, επιχειρηματίες, κανάλια, πολιτικοί του φίλοι, θα καλυφθεί λέει το κόστος με μαθηματική ακρίβεια. Μέχρι και σε κυβερνητική αβάντα θα μπορούμε να ελπίζουμε. Λένε πως αρχές Φλεβάρη θα κάνουν τις πρώτες διαρροές για τον νόμο που ετοιμάζουν για την Τριτοβάθμια εκπαίδευση και τα ΑμεΑ που τον ζητάτε εδώ και δεκαετίες.».
Έψαξε να βρει το βλέμμα του γιου του μα γρήγορα εγκατέλειψε την προσπάθεια, ίσως και να μην το ήθελε πραγματικά…
«Ο άνθρωπος Γεώργιος Παπαδόπουλος…τέλος πάντων…γίνεται στήριγμα ζωής για τον δεκαεννιάχρονο αριστούχο φοιτητή της Φιλοσοφικής Θωμά Δόρβα, που είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι εδώ και εφτά χρόνια…» ο ελαφρώς πομπώδης και σαφώς κοροιδευτικός τόνος της φωνής του Θωμά ξένισε τον πατέρα του.
«Είναι σαν να διαβάζω τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων… Και κάπως έτσι θα βγει και το Δελτίο Τύπου απ’το γραφείο, έτσι πατέρα; Και καμιά εμφάνιση μου δημόσια να ευχαριστήσω τον φιλάνθρωπο Υπουργό που προσκάλεσε τους φιλάνθρωπους φίλους του και με ελέησαν δίνοντας μου τη ζωή μου πίσω… Έρχονται και εκλογές την Άνοιξη, δένει το γλυκό μια χαρά ε; Θα’χουμε και φρέσκιες τις μέρες αγάπης, οπότε με την αξιοπρέπεια μας σε μετοχές σε κανέναν λογαριασμό τραπέζης όλο και κάποιοι θα μας κάνουν δώρο λίγο από τον οίκτο τους…»
Τινάχτηκε πίσω ο κυρ-Χρήστος. Τρόμαξε. Ο γιος του είχε βάλει όλη του τη δύναμη και είχε στρίψει επιτόπου το αμαξίδιο του σχεδόν 180 μοίρες για να’χει τον πατέρα του πλάτη. Τόση ώρα ένιωθε φυλακισμένος με τον Χρήστο σκυμμένο πάνω απ’το κεφάλι του. Τους το’χε πει πολλές φορές ότι τον ενοχλούσε αυτό το πράγμα. Τον έπνιγε. Ένιωθε σαν μωρό φασκιωμένο με ηλικία κοντά είκοσι χρονών.
«Μια στιγμή Θωμά, κάτσε. Σου έχω μια επιλογή, μια λύση. Και ένα 60% να κερδίσεις τον χαμένο χρόνο. Να ζήσεις… Δεν είσαι το κέντρο του κόσμου ούτε μπορείς να μου λες ότι κάνω κέφι να πάω τον γιο μου σε τσίρκο. Ο αδελφός σου με τη Χρύσα τόσον καιρό παλεύουν να κάνουν παιδί. Απ’τη νέα χρονιά πιάνουν πάλι τις εξετάσεις, τα τεστ, τους γιατρούς… Θέλουν λεφτά όλα αυτά.»
Ο Χρήστος σταμάτησε μια στιγμή να πάρει ανάσα γιατί τάλεγε όλα μαζεμένα.
«Και η αδελφή σου – συνέχισε- πρέπει σιγά-σιγά να ετοιμάζεται να παντρευτεί. Και γάμος τσάμπα δε γίνεται… Απ’την άλλη εγώ με τη μάνα σου δεν είμαστε πιτσιρικάδες, έχουμε μια ηλικία. Σε τι βάθος χρόνου δηλαδή θες να βάλουμε το δάνειο αν πάρουμε; Αύριο μεθαύριο πες κάτι παθαίνουμε, θα μείνεις να παλεύεις με το επίδομα σου να τα βγάλεις πέρα; Τι θες να γίνει λοιπόν; Η οικογένεια θα’ναι άλλη μια φορά στο πλευρό σου όπως μπορεί. Αλλά δεν είναι πολύ καλύτερη και η αξιοπρέπεια με υποθήκη τις ζωές των άλλων…»
Όση ώρα μιλούσε ο Χρήστος στον γιο του είχε καθίσει στο κρεβάτι δίπλα του χωρίς όμως να τον κοιτά. Τελείωσε. Σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα.
«Ας γίνει από τώρα όπως τα λέτε. Ας γίνει τώρα το…σωστό. Μετά…» είπε ο Θωμάς στον πατέρα του πριν εκείνος κλείσει την πόρτα και στηριζόμενος στους αγκώνες του έφυγε από το καροτσάκι και ξάπλωσε στο κρεβάτι του.
«Θωμά. Να ετοιμάζεσαι αγόρι μου. Τώρα ήρθα, ήμουν δύο ώρες με τον Υπουργό και συζητούσαμε μόνο αυτό το θέμα. Έχουμε λύση και για το κόστος, όλα θα πάνε καλά».
Ο Θωμάς σταμάτησε. Γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε. Απίστευτο. Ο πατέρας του σχεδόν χαμογελούσε αν και ο Θωμάς ένιωθε πως για κάποιον λόγο δε θα’πρεπε να δείχνει ευχαριστημένος.
«Με τα παιδιά μίλησες; Ξέρουν; Για δάνειο; Και ο Υπουργός τι;»
Ελλειπτικότατες προτάσεις για έναν αριστούχο φοιτητή της Φιλοσοφικής, μα υπέρ αρκετές για έναν άνθρωπο που ένιωθε εδώ και εφτά χρόνια μισός και που τώρα άκουγε πως μπορεί και να μη χάσει εντελώς τα νιάτα και την εφηβεία του και να ξαναπάρει πίσω τη ζωή του…
«Θα το πάρει όλο πάνω του ο Υπουργός. Το κάνει σου λέω δική του υπόθεση το κόστος. Αγόρι μου αφού λύνεται και αυτό όλα καλά θα πάνε, θα το δεις.» είπε ο πατέρας χειρονομώντας παράλληλα για να γίνει πιο πειστικός και αναρωτήθηκε ποιος ήθελε να πείσει ποιον τελικά σ’αυτήν την ιστορία.
«Δηλαδή ο υπουργός θα βάλει το χέρι στη δική του τσέπη και θα μας δώσει δεκαπέντε – είκοσι μισθούς του, καμιά εικοσαριά εκατομμύρια δηλαδή για να πάω εγώ έξω με 40% πιθανότητες να κάνουμε μια τρύπα στο νερό, την ίδια ώρα που έχει ακόμη στην μπούκα τον δημοσιογράφο που τον ρώτησε προχθές πώς μεταφράζεται σήμερα στην πράξη το Κράτος Πρόνοιας;»
Σταμάτησε να πνίξει έναν κόμπο που ένιωθε στον λαιμό και δε μπορούσε να μιλήσει.
«Έτσι θα γίνει;» ρώτησε συνεχίζοντας να’χει το βλέμμα του καρφωμένο στο παράθυρο και ας μην έβλεπε τίποτα, αφού παντζούρια και κουρτίνες ήταν κλειστά.
«Που τον θυμήθηκες τώρα αυτόν τον γλείφτη το δημοσιογράφο; Τι σχέση έχει με την κουβέντα μας; Και πώς μπορείς και λαϊκίζεις τέτοιες στιγμές; Το ξέρεις καλά πως ακριβώς έτσι δεν μπορεί να γίνει. Ούτε όλους τους μισθούς του μπορεί να δώσει αλλά ούτε και φτάνουν αυτά τα λεφτά.» είπε ο Χρήστος πιάνοντας με το δεξί του χέρι την πλάτη του αμαξιδίου του Θωμά και σκουπίζοντας το μέτωπο του που είχε ιδρώσει με το αριστερό.
Ξεφύσηξε μια-δυο φορές, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του και συνέχισε σκύβοντας πάνω από τον γιο του:
«Τέλη του Γενάρη, να καταλαγιάσει λίγο και η τρέλα από τις γιορτές, θα οργανώσει ο Υπουργός μια βραδιά για σένα, μια εκδήλωση. Βουλευτές, επιχειρηματίες, κανάλια, πολιτικοί του φίλοι, θα καλυφθεί λέει το κόστος με μαθηματική ακρίβεια. Μέχρι και σε κυβερνητική αβάντα θα μπορούμε να ελπίζουμε. Λένε πως αρχές Φλεβάρη θα κάνουν τις πρώτες διαρροές για τον νόμο που ετοιμάζουν για την Τριτοβάθμια εκπαίδευση και τα ΑμεΑ που τον ζητάτε εδώ και δεκαετίες.».
Έψαξε να βρει το βλέμμα του γιου του μα γρήγορα εγκατέλειψε την προσπάθεια, ίσως και να μην το ήθελε πραγματικά…
«Ο άνθρωπος Γεώργιος Παπαδόπουλος…τέλος πάντων…γίνεται στήριγμα ζωής για τον δεκαεννιάχρονο αριστούχο φοιτητή της Φιλοσοφικής Θωμά Δόρβα, που είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι εδώ και εφτά χρόνια…» ο ελαφρώς πομπώδης και σαφώς κοροιδευτικός τόνος της φωνής του Θωμά ξένισε τον πατέρα του.
«Είναι σαν να διαβάζω τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων… Και κάπως έτσι θα βγει και το Δελτίο Τύπου απ’το γραφείο, έτσι πατέρα; Και καμιά εμφάνιση μου δημόσια να ευχαριστήσω τον φιλάνθρωπο Υπουργό που προσκάλεσε τους φιλάνθρωπους φίλους του και με ελέησαν δίνοντας μου τη ζωή μου πίσω… Έρχονται και εκλογές την Άνοιξη, δένει το γλυκό μια χαρά ε; Θα’χουμε και φρέσκιες τις μέρες αγάπης, οπότε με την αξιοπρέπεια μας σε μετοχές σε κανέναν λογαριασμό τραπέζης όλο και κάποιοι θα μας κάνουν δώρο λίγο από τον οίκτο τους…»
Τινάχτηκε πίσω ο κυρ-Χρήστος. Τρόμαξε. Ο γιος του είχε βάλει όλη του τη δύναμη και είχε στρίψει επιτόπου το αμαξίδιο του σχεδόν 180 μοίρες για να’χει τον πατέρα του πλάτη. Τόση ώρα ένιωθε φυλακισμένος με τον Χρήστο σκυμμένο πάνω απ’το κεφάλι του. Τους το’χε πει πολλές φορές ότι τον ενοχλούσε αυτό το πράγμα. Τον έπνιγε. Ένιωθε σαν μωρό φασκιωμένο με ηλικία κοντά είκοσι χρονών.
«Μια στιγμή Θωμά, κάτσε. Σου έχω μια επιλογή, μια λύση. Και ένα 60% να κερδίσεις τον χαμένο χρόνο. Να ζήσεις… Δεν είσαι το κέντρο του κόσμου ούτε μπορείς να μου λες ότι κάνω κέφι να πάω τον γιο μου σε τσίρκο. Ο αδελφός σου με τη Χρύσα τόσον καιρό παλεύουν να κάνουν παιδί. Απ’τη νέα χρονιά πιάνουν πάλι τις εξετάσεις, τα τεστ, τους γιατρούς… Θέλουν λεφτά όλα αυτά.»
Ο Χρήστος σταμάτησε μια στιγμή να πάρει ανάσα γιατί τάλεγε όλα μαζεμένα.
«Και η αδελφή σου – συνέχισε- πρέπει σιγά-σιγά να ετοιμάζεται να παντρευτεί. Και γάμος τσάμπα δε γίνεται… Απ’την άλλη εγώ με τη μάνα σου δεν είμαστε πιτσιρικάδες, έχουμε μια ηλικία. Σε τι βάθος χρόνου δηλαδή θες να βάλουμε το δάνειο αν πάρουμε; Αύριο μεθαύριο πες κάτι παθαίνουμε, θα μείνεις να παλεύεις με το επίδομα σου να τα βγάλεις πέρα; Τι θες να γίνει λοιπόν; Η οικογένεια θα’ναι άλλη μια φορά στο πλευρό σου όπως μπορεί. Αλλά δεν είναι πολύ καλύτερη και η αξιοπρέπεια με υποθήκη τις ζωές των άλλων…»
Όση ώρα μιλούσε ο Χρήστος στον γιο του είχε καθίσει στο κρεβάτι δίπλα του χωρίς όμως να τον κοιτά. Τελείωσε. Σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα.
«Ας γίνει από τώρα όπως τα λέτε. Ας γίνει τώρα το…σωστό. Μετά…» είπε ο Θωμάς στον πατέρα του πριν εκείνος κλείσει την πόρτα και στηριζόμενος στους αγκώνες του έφυγε από το καροτσάκι και ξάπλωσε στο κρεβάτι του.
Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009
"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 25o - Oι ετοιμασίες για την Αμερική
«Τώρα που θα φύγω για Αμερική κανόνισε να προσέχεις την αδελφή μου για δύο ε!» είχε πει στον Ανδρέα καθώς εκείνος έκλεινε το καροτσάκι του Θωμά για να το βάλει στο πορτμπαγκάζ.
«Μην ανησυχείς ! Πήγαινε εσύ έξω, κάνε αυτό που πρέπει και να’σαι ήσυχος! Άντε και να πάνε όλα καλά!»
«Ευτυχώς που ήρθε αυτό το παιδί και σας έβαλε σε ρυθμό! Έτσι που το πηγαίνατε θα παντρευόσασταν τη μέρα που θα έβγαινε και η σύνταξη σας!» γέλασε η κυρά-Ασπασία που τους κατέβαζε εκείνη την ώρα τα σακάκια και άκουσε τη συζήτηση.
Ήταν Παρασκευή βράδυ και οι δύο άντρες θα πήγαιναν να αποχαιρετήσουν γλεντώντας την ελευθερία του Ανδρέα!
Σε δύο μέρες παντρευόταν!
Όλα είχαν γίνει πολύ βιαστικά.
Τρεις εβδομάδες αφότου η Ζωή βγήκε απ’το νοσοκομείο επιβεβαίωσαν την εγκυμοσύνη της. Δεν είχαν και πολλά περιθώρια. Ο Θωμάς θα τελείωνε την εξεταστική του και στις 18 Μαρτίου θα έφευγε για την Καλιφόρνια.
Ο γάμος έπρεπε να γίνει νωρίς, πριν αρχίσει να φουσκώνει και η κοιλιά της Ζωής και αρχίσουν και τα κακεντρεχή σχόλια που δε συνέφεραν κανέναν από την οικογένεια.
Παρ’ όλα αυτά η Ασπασία με τη συμπεθέρα της την Ειρήνη τρέχοντας επί έναν μήνα περίπου εικοσιπέντε ώρες το εικοσιτετράωρο πρόλαβαν και τα οργάνωσαν όλα στην εντέλεια!
Στον γάμο είχε έρθει και ο Υπουργός και ας ήταν μια βδομάδα μόνο πριν τις εκλογές.
«Θα είναι πρώτης τάξεως ευκαιρία να κάνετε και δημόσιες σχέσεις και να έρθετε για άλλη μια φορά κοντά σε χαρούμενες στιγμές του κόσμου» του είχε πει ο κυρ-Χρήστος στην προσπάθεια του να τον πείσει και να κάνει φυσικά και το κομμάτι του.
Και τα είχε καταφέρει μιας και ήταν χρόνια καλοί φίλοι και συνεργάτες και η Ζωή είχε κάνει τα πρώτα της δημοσιογραφικά βήματα στο πολιτικό γραφείο του Υπουργού.
«Να την αγαπάς κουνιάδε! Ε; Μου το υπόσχεσαι;» είχε πει ο Θωμάς στον Ανδρέα εκείνο το βράδυ, μεταξύ δεύτερου και τρίτου ποτού.
«Στο υπόσχομαι! Θα την αγαπώ πιο πολύ και απ’τη ζωή μου! Της αξίζει! Θα την αγαπώ για όλα όσα ζήσαμε, για όλα όσα θα ζήσουμε, για το παιδί μας, για όλα! Ακόμη και για τα δύο ένοχα μυστικά μας που δεν κατάφεραν να μας χωρίσουν… Άντε εβίβα! Και στα βαφτίσια του παιδιού να χορεύεις κιόλας!»
******************************************************
Μπήκε στο σαλόνι να πάει προς το υπνοδωμάτιο της μητέρας του, όταν το βλέμμα του έπεσε πάνω στο τζάκι, στη φωτογραφία του πατέρα του.
«Ούτε εγώ θέλω να μιλήσω» είχε ξεκαθαρίσει στην αδελφή του το απόγευμα για τον πατέρα τους και τώρα που το ξανασκέφτηκε δεν το μετάνιωσε.
Τις παραμονές των Χριστουγέννων είχε πρωτοσυζητήσει ο Θωμάς με τον πατέρα του για την επέμβαση που σκεφτόταν.
Του είχε πει για τη νέα μέθοδο με τα πολύ μικροσκοπικά έως αόρατα τσιπάκια. Αυτά που επιστημονικά τα λένε Νανορομπότ. Που διεισδύουν ακόμη και στην πιο μικρή κοιλότητα του μικρότερου ανθρώπινου οστού Και έχοντας ενσωματωμένη και μια μικροκάμερα δίνουν στο χειρουργό τις απαραίτητες πληροφορίες.
« Είναι τηλεκατευθυνόμενα» είχε εξηγήσει ο Θωμάς στον πατέρα του. «Είναι σαν να αποτελούν την προέκταση του ανθρώπινου χεριού εκεί που αυτό δε μπορεί να φτάσουν ούτε στη φαντασία τους οι γιατροί».
Έτσι έντονα του τα είχε πρωτοπεριγράψει όλα του Θωμά ο Στέφανος, ένας απ’τους λίγους καλούς φίλους που είχε κρατήσει απ’το Δημοτικό και που όταν ήταν πρωτοετής στην Ιατρική, τότε που του είχε ζητήσει να ψάξουν στο Internet για την περίπτωση του, είχε ψάξει, είχε ρωτήσει, είχε ερευνήσει και είχε καταλήξει σε αποτέλεσμα.
Είχε εντυπωσιαστεί ο Θωμάς. Και έτσι, με θαυμασμό για την τεχνολογία και τις προόδους στην Ιατρική, με πίστη στις δυνατότητες που είχαν εξελιχθεί στον τομέα που τον «έκαιγε», έτσι ακριβώς του τα είχε μεταφέρει και του κυρίου Χρήστου ένα Χριστουγεννιάτικο βράδυ που τον πέτυχε ευχαριστημένο. Ήταν φυσικό. Τον είχε «βρει» λίγα λεπτά μετά το τέλος μιας τηλεοπτικής πολιτικής συζήτησης όπου «ο Υπουργός ήταν ο μόνος που βγήκε επικοινωνιακά κερδισμένος» όπως έλεγε και ξανάλεγε ο πατέρας του.
Βέβαια εκείνη την περίοδο ο «υπουργός» δεν ήταν Υπουργός. Αλλά ο πατέρας τους το είχε πει πριν από χρόνια: « Όταν κάποιος γίνεται Υπουργός, παραμένει «υπουργός» για πάντα. Έτσι τον λέμε, είναι δεν είναι. Μπείτε μια μέρα στο καφενείο της Βουλής κι ακούστε Υπουργέ μου από ‘δω, Υπουργέ μου από ΄κει…λες και όλοι εκεί μέσα είναι πραγματικοί Υπουργοί. Δε βαριέσαι, άλλοι είναι, άλλοι ήταν, άλλοι θέλουν να γίνουν…»
Ήταν απ’ τις λίγες φορές που μετά το ατύχημα ο Θωμάς μιλούσε για κάτι με τόσο ενθουσιασμό. Και ο Χρήστος άκουγε και φαινόταν σαν να την περίμενε κάποια μέρα αυτή τη συζήτηση να συμβεί…
«Θωμάκο μου, αγόρι μου, κάτι έχω ακούσει και εγώ γι’αυτή τη μέθοδο και αυτόν τον γιατρό εκεί στην Καλιφόρνια, τυχαία… πάνω σε κάποια συζήτηση… ούτε που θυμάμαι. Για τόσο σοβαρή περίπτωση οι πιθανότητες, δε λέω, είναι καλές. Αλλά… υπάρχουν και άλλα που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας. Με τα ταξίδια, την επέμβαση, την αποθεραπεία, με όλα αυτά μαζί, θα χάσεις ένα εξάμηνο από τις σπουδές σου και… αυτά πάνε αλυσίδα. Μήπως να περιμένουμε 2-3 χρόνια και για τη βελτίωση αυτών των μεθόδων και να’χεις πάρει και εσύ το πτυχίο;»
Τον άκουγε προσεκτικά ο Θωμάς. Την περίμενε αυτή την προσεκτική και μετριοπαθή προσέγγιση από τον πατέρα του. Ήταν επιφυλακτικός άνθρωπος. «Καμένος» από ενθουσιασμούς και βιασύνες. Και ο Θωμάς χαιρόταν που τουλάχιστον δεν είχε κάνει καμία μνεία για τα έξοδα. Για τα λεφτά.
« Ούτως ή άλλως, το ξέρεις άλλωστε- εμείς θα’ μαστε πάντα στο πλευρό σου για ότι χρειάζεσαι, όποτε το θέλεις.» συνέχισε. «Όλοι, η οικογένεια σου ολόκληρη. Και οι φίλοι. Και οι γνωστοί. Και το περιβάλλον μας. Βέβαια δύο μήνες έξω, κάποιος θα πρέπει να’ρθει και να μένει μαζί σου» μπήκε σε άλλες λεπτομέρειες τώρα ο Χρήστος, δείχνοντας ότι επιφυλακτικός – ξε επιφυλακτικός, το θέμα του είχε «κολλήσει» στο μυαλό και το διύλιζε.
«Έξοδα και αυτά μα… εντάξει, αυτό είναι το λιγότερο, αλλά… να, θα’χει σίγουρα η όλη διαδικασία ένα άλφα κόστος, το’χεις ψάξει καθόλου;»
Σίγουρα ήταν προετοιμασμένος ο κυρ-Χρήστος γι’αυτήν την κουβέντα, δεν μπορεί, σκέφτηκε ο Θωμάς.
Σίγουρα τα’χε σκεφτεί και τα’χε ζυγίσει στο μυαλό του και για κάποιον λόγο την περίμενε χωρίς όμως να θέλει να την προκαλέσει ο ίδιος. Όση ώρα μιλούσε δεν ήταν αμήχανος. Ήταν μάλλον νευρικός και απέφευγε να κοιτάξει τον γιο του στα μάτια αλλά μιλούσε αποφασιστικά και χωρίς να κομπιάζει.
«Καμιά δεκαπενταριά μισθοί του Υπουργού όλα μαζί» του είπε κοφτά και μάλλον σκληρά ο Θωμάς κοιτώντας τον κατάματα και ο πατέρας του σάστισε.
Απρόβλεπτα για την ψυχραιμία του, το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης που έπαιζε τόση ώρα νευρικά στα χέρια του έπεσε στο πάτωμα . Οι μπαταρίες σκόρπισαν. Δεν το μάζεψε, πέταξε και το καπάκι του που του είχε μείνει στα χέρια και μαζί 2-3 βρισιές στον αέρα που απευθύνονταν όχι στο τηλεκοντρόλ αλλά στην όλη κατάσταση.
«Αρχές του μήνα έδωσα και για το Proficiency, με τη γλώσσα δεν έχω πρόβλημα. Και έξω θα φύγω μόνος. Δύο μήνες θα’μαι συνέχεια μες στο νοσοκομείο, θα’ναι ιδιωτικό, θα τα’χω όλα, δε θα’ρθει κανείς έξω μαζί μου λοιπόν, δε χρειάζεται. Θα πάω μόνος και ότι θέλει ας γίνει. Θα μιλήσω και με την Επιτροπή για τους αναπήρους φοιτητές στο Πανεπιστήμιο να’χω σημειώσεις μέσω εθελοντών για το Δ Εξάμηνο, αν είναι να φύγω μετά την εξεταστική του Φλεβάρη.» είπε ο Θωμάς με σταθερή φωνή και βλέμμα.
Και στρέφοντας το αμαξίδιο του προς την πόρτα του σαλονιού για να φύγει μονολόγησε φωναχτά:
«Με τη γλώσσα, με τις σπουδές, με όλα αυτά το ξέρω πως θα τα καταφέρω. Με τη ζωή …παίζεται» .
«Θα το βάλουμε κάτω από Δευτέρα να δούμε» είπε ο Χρήστος βλέποντας την πλάτη του γιου του να απομακρύνεται. «Να’ρθει και ο Λεωνίδας, να ψάξω και τι μπορεί να γίνει με δάνειο ίσως, να μιλήσω και στον Υπουργό να δούμε».
«Μην ανησυχείς ! Πήγαινε εσύ έξω, κάνε αυτό που πρέπει και να’σαι ήσυχος! Άντε και να πάνε όλα καλά!»
«Ευτυχώς που ήρθε αυτό το παιδί και σας έβαλε σε ρυθμό! Έτσι που το πηγαίνατε θα παντρευόσασταν τη μέρα που θα έβγαινε και η σύνταξη σας!» γέλασε η κυρά-Ασπασία που τους κατέβαζε εκείνη την ώρα τα σακάκια και άκουσε τη συζήτηση.
Ήταν Παρασκευή βράδυ και οι δύο άντρες θα πήγαιναν να αποχαιρετήσουν γλεντώντας την ελευθερία του Ανδρέα!
Σε δύο μέρες παντρευόταν!
Όλα είχαν γίνει πολύ βιαστικά.
Τρεις εβδομάδες αφότου η Ζωή βγήκε απ’το νοσοκομείο επιβεβαίωσαν την εγκυμοσύνη της. Δεν είχαν και πολλά περιθώρια. Ο Θωμάς θα τελείωνε την εξεταστική του και στις 18 Μαρτίου θα έφευγε για την Καλιφόρνια.
Ο γάμος έπρεπε να γίνει νωρίς, πριν αρχίσει να φουσκώνει και η κοιλιά της Ζωής και αρχίσουν και τα κακεντρεχή σχόλια που δε συνέφεραν κανέναν από την οικογένεια.
Παρ’ όλα αυτά η Ασπασία με τη συμπεθέρα της την Ειρήνη τρέχοντας επί έναν μήνα περίπου εικοσιπέντε ώρες το εικοσιτετράωρο πρόλαβαν και τα οργάνωσαν όλα στην εντέλεια!
Στον γάμο είχε έρθει και ο Υπουργός και ας ήταν μια βδομάδα μόνο πριν τις εκλογές.
«Θα είναι πρώτης τάξεως ευκαιρία να κάνετε και δημόσιες σχέσεις και να έρθετε για άλλη μια φορά κοντά σε χαρούμενες στιγμές του κόσμου» του είχε πει ο κυρ-Χρήστος στην προσπάθεια του να τον πείσει και να κάνει φυσικά και το κομμάτι του.
Και τα είχε καταφέρει μιας και ήταν χρόνια καλοί φίλοι και συνεργάτες και η Ζωή είχε κάνει τα πρώτα της δημοσιογραφικά βήματα στο πολιτικό γραφείο του Υπουργού.
«Να την αγαπάς κουνιάδε! Ε; Μου το υπόσχεσαι;» είχε πει ο Θωμάς στον Ανδρέα εκείνο το βράδυ, μεταξύ δεύτερου και τρίτου ποτού.
«Στο υπόσχομαι! Θα την αγαπώ πιο πολύ και απ’τη ζωή μου! Της αξίζει! Θα την αγαπώ για όλα όσα ζήσαμε, για όλα όσα θα ζήσουμε, για το παιδί μας, για όλα! Ακόμη και για τα δύο ένοχα μυστικά μας που δεν κατάφεραν να μας χωρίσουν… Άντε εβίβα! Και στα βαφτίσια του παιδιού να χορεύεις κιόλας!»
******************************************************
Μπήκε στο σαλόνι να πάει προς το υπνοδωμάτιο της μητέρας του, όταν το βλέμμα του έπεσε πάνω στο τζάκι, στη φωτογραφία του πατέρα του.
«Ούτε εγώ θέλω να μιλήσω» είχε ξεκαθαρίσει στην αδελφή του το απόγευμα για τον πατέρα τους και τώρα που το ξανασκέφτηκε δεν το μετάνιωσε.
Τις παραμονές των Χριστουγέννων είχε πρωτοσυζητήσει ο Θωμάς με τον πατέρα του για την επέμβαση που σκεφτόταν.
Του είχε πει για τη νέα μέθοδο με τα πολύ μικροσκοπικά έως αόρατα τσιπάκια. Αυτά που επιστημονικά τα λένε Νανορομπότ. Που διεισδύουν ακόμη και στην πιο μικρή κοιλότητα του μικρότερου ανθρώπινου οστού Και έχοντας ενσωματωμένη και μια μικροκάμερα δίνουν στο χειρουργό τις απαραίτητες πληροφορίες.
« Είναι τηλεκατευθυνόμενα» είχε εξηγήσει ο Θωμάς στον πατέρα του. «Είναι σαν να αποτελούν την προέκταση του ανθρώπινου χεριού εκεί που αυτό δε μπορεί να φτάσουν ούτε στη φαντασία τους οι γιατροί».
Έτσι έντονα του τα είχε πρωτοπεριγράψει όλα του Θωμά ο Στέφανος, ένας απ’τους λίγους καλούς φίλους που είχε κρατήσει απ’το Δημοτικό και που όταν ήταν πρωτοετής στην Ιατρική, τότε που του είχε ζητήσει να ψάξουν στο Internet για την περίπτωση του, είχε ψάξει, είχε ρωτήσει, είχε ερευνήσει και είχε καταλήξει σε αποτέλεσμα.
Είχε εντυπωσιαστεί ο Θωμάς. Και έτσι, με θαυμασμό για την τεχνολογία και τις προόδους στην Ιατρική, με πίστη στις δυνατότητες που είχαν εξελιχθεί στον τομέα που τον «έκαιγε», έτσι ακριβώς του τα είχε μεταφέρει και του κυρίου Χρήστου ένα Χριστουγεννιάτικο βράδυ που τον πέτυχε ευχαριστημένο. Ήταν φυσικό. Τον είχε «βρει» λίγα λεπτά μετά το τέλος μιας τηλεοπτικής πολιτικής συζήτησης όπου «ο Υπουργός ήταν ο μόνος που βγήκε επικοινωνιακά κερδισμένος» όπως έλεγε και ξανάλεγε ο πατέρας του.
Βέβαια εκείνη την περίοδο ο «υπουργός» δεν ήταν Υπουργός. Αλλά ο πατέρας τους το είχε πει πριν από χρόνια: « Όταν κάποιος γίνεται Υπουργός, παραμένει «υπουργός» για πάντα. Έτσι τον λέμε, είναι δεν είναι. Μπείτε μια μέρα στο καφενείο της Βουλής κι ακούστε Υπουργέ μου από ‘δω, Υπουργέ μου από ΄κει…λες και όλοι εκεί μέσα είναι πραγματικοί Υπουργοί. Δε βαριέσαι, άλλοι είναι, άλλοι ήταν, άλλοι θέλουν να γίνουν…»
Ήταν απ’ τις λίγες φορές που μετά το ατύχημα ο Θωμάς μιλούσε για κάτι με τόσο ενθουσιασμό. Και ο Χρήστος άκουγε και φαινόταν σαν να την περίμενε κάποια μέρα αυτή τη συζήτηση να συμβεί…
«Θωμάκο μου, αγόρι μου, κάτι έχω ακούσει και εγώ γι’αυτή τη μέθοδο και αυτόν τον γιατρό εκεί στην Καλιφόρνια, τυχαία… πάνω σε κάποια συζήτηση… ούτε που θυμάμαι. Για τόσο σοβαρή περίπτωση οι πιθανότητες, δε λέω, είναι καλές. Αλλά… υπάρχουν και άλλα που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας. Με τα ταξίδια, την επέμβαση, την αποθεραπεία, με όλα αυτά μαζί, θα χάσεις ένα εξάμηνο από τις σπουδές σου και… αυτά πάνε αλυσίδα. Μήπως να περιμένουμε 2-3 χρόνια και για τη βελτίωση αυτών των μεθόδων και να’χεις πάρει και εσύ το πτυχίο;»
Τον άκουγε προσεκτικά ο Θωμάς. Την περίμενε αυτή την προσεκτική και μετριοπαθή προσέγγιση από τον πατέρα του. Ήταν επιφυλακτικός άνθρωπος. «Καμένος» από ενθουσιασμούς και βιασύνες. Και ο Θωμάς χαιρόταν που τουλάχιστον δεν είχε κάνει καμία μνεία για τα έξοδα. Για τα λεφτά.
« Ούτως ή άλλως, το ξέρεις άλλωστε- εμείς θα’ μαστε πάντα στο πλευρό σου για ότι χρειάζεσαι, όποτε το θέλεις.» συνέχισε. «Όλοι, η οικογένεια σου ολόκληρη. Και οι φίλοι. Και οι γνωστοί. Και το περιβάλλον μας. Βέβαια δύο μήνες έξω, κάποιος θα πρέπει να’ρθει και να μένει μαζί σου» μπήκε σε άλλες λεπτομέρειες τώρα ο Χρήστος, δείχνοντας ότι επιφυλακτικός – ξε επιφυλακτικός, το θέμα του είχε «κολλήσει» στο μυαλό και το διύλιζε.
«Έξοδα και αυτά μα… εντάξει, αυτό είναι το λιγότερο, αλλά… να, θα’χει σίγουρα η όλη διαδικασία ένα άλφα κόστος, το’χεις ψάξει καθόλου;»
Σίγουρα ήταν προετοιμασμένος ο κυρ-Χρήστος γι’αυτήν την κουβέντα, δεν μπορεί, σκέφτηκε ο Θωμάς.
Σίγουρα τα’χε σκεφτεί και τα’χε ζυγίσει στο μυαλό του και για κάποιον λόγο την περίμενε χωρίς όμως να θέλει να την προκαλέσει ο ίδιος. Όση ώρα μιλούσε δεν ήταν αμήχανος. Ήταν μάλλον νευρικός και απέφευγε να κοιτάξει τον γιο του στα μάτια αλλά μιλούσε αποφασιστικά και χωρίς να κομπιάζει.
«Καμιά δεκαπενταριά μισθοί του Υπουργού όλα μαζί» του είπε κοφτά και μάλλον σκληρά ο Θωμάς κοιτώντας τον κατάματα και ο πατέρας του σάστισε.
Απρόβλεπτα για την ψυχραιμία του, το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης που έπαιζε τόση ώρα νευρικά στα χέρια του έπεσε στο πάτωμα . Οι μπαταρίες σκόρπισαν. Δεν το μάζεψε, πέταξε και το καπάκι του που του είχε μείνει στα χέρια και μαζί 2-3 βρισιές στον αέρα που απευθύνονταν όχι στο τηλεκοντρόλ αλλά στην όλη κατάσταση.
«Αρχές του μήνα έδωσα και για το Proficiency, με τη γλώσσα δεν έχω πρόβλημα. Και έξω θα φύγω μόνος. Δύο μήνες θα’μαι συνέχεια μες στο νοσοκομείο, θα’ναι ιδιωτικό, θα τα’χω όλα, δε θα’ρθει κανείς έξω μαζί μου λοιπόν, δε χρειάζεται. Θα πάω μόνος και ότι θέλει ας γίνει. Θα μιλήσω και με την Επιτροπή για τους αναπήρους φοιτητές στο Πανεπιστήμιο να’χω σημειώσεις μέσω εθελοντών για το Δ Εξάμηνο, αν είναι να φύγω μετά την εξεταστική του Φλεβάρη.» είπε ο Θωμάς με σταθερή φωνή και βλέμμα.
Και στρέφοντας το αμαξίδιο του προς την πόρτα του σαλονιού για να φύγει μονολόγησε φωναχτά:
«Με τη γλώσσα, με τις σπουδές, με όλα αυτά το ξέρω πως θα τα καταφέρω. Με τη ζωή …παίζεται» .
«Θα το βάλουμε κάτω από Δευτέρα να δούμε» είπε ο Χρήστος βλέποντας την πλάτη του γιου του να απομακρύνεται. «Να’ρθει και ο Λεωνίδας, να ψάξω και τι μπορεί να γίνει με δάνειο ίσως, να μιλήσω και στον Υπουργό να δούμε».
Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009
"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 24ο - Το άγχος της Ζωής για τη μικρή Μαρίνα...
Έφτανε στο πλατύσκαλο του τρίτου ορόφου η Ζωή τρέμοντας από το σοκ και την αρρυθμία που την είχε ξαναπιάσει, όταν άκουσε απ’το ισόγειο τη φωνή του Θωμά διακεκομμένη απ’τις βαθιές του ανάσες:
«Ηρέμησε Ζωή… Όλα καλά! Ανεβαίνουμε… Ερχόμαστε… Εδώ την έχω τη Μαρίνα…»
Η Ζωή προσπάθησε να ανασάνει βαθιά, στέλνοντας ένα βλέμμα απόλυτης ανακούφισης να ψάξει να συναντήσει ένα «κάτι» άγνωστο και απροσέγγιστο στον ουρανό, έτσι όπως άλλωστε κάνουμε όλοι. Η Ζωή κάθισε στα σκαλιά. Να τους περιμένει. Ήθελε να κλάψει από χαρά αφού το μυαλό της είχε πάει στα χειρότερα. Προσπαθώντας να ηρεμήσει, έβαλε το δεξί χέρι στην καρδιά της παίρνοντας βαθιές εισπνοές.
«Πάλι τα ίδια…» μουρμούρισε. «Θα το ελέγξω…»
«Μαρίνα…» φώναξε και τινάχτηκε καθώς τους ξεχώρισε στο γύρισμα της σκάλας. Άρπαξε τη μικρή και την έκλεισε στην αγκαλιά της.
«Μαρίνα μου… Που ήσουν; Μη μου το ξανακάνεις αυτό… Γιατί δε μου απαντούσες που σου φώναζα; Είσαι καλά; Μη μου το ξανακάνεις αυτό… Είσαι καλά;»
«Καλά είναι. Έλα, ηρέμησε… Ηρέμησε…δεν έγινε και τίποτα, ολόκληρη κοπέλα είναι πια, μη γίνεσαι υπερβολική » είπε ο Θωμάς ακόμα λαχανιασμένος, χαϊδεύοντας τον ώμο της αδελφής του.
«Η Μαρίνα είναι μεγάλο παιδί πια και κατάλαβε που της το είπα ότι δεν πρέπει να μιλάει με ξένους.» είπε κοιτάζοντας τη Ζωή.
«Έτσι δεν είναι; Κάνει να μιλάμε με αγνώστους;» ρώτησε τη Μαρίνα.
Η Ζωή δεν καταλάβαινε για ποιους «ξένους» και για ποιους «άγνωστους» μιλούσαν. Εκείνη είχε ανησυχήσει που το παιδί είχε κατέβει μόνο του στο δρόμο .Και γι αυτήν, η Μαρίνα ήταν απλώς «το παιδί».
«Συγγνώμη που σε στενοχώρησα μαμά, δεν τόθελα, δεν πήγα πουθενά, εδώ κάτω ήμουνα…» είπε η μικρή χωρίς να συνειδητοποιεί κι αυτή τι το τόσο κακό είχε κάνει.
Άπλωσε το χέρι της προσπαθώντας να ισιώσει ένα χαρτί που κρατούσε και είχε τσαλακωθεί απ’ τις αγκαλιές της μητέρας της και να της το δείξει.
«Τι είναι αυτό αγάπη μου;»
«Να, ένας κύριος που ήταν πάνω σ΄ένα μηχανάκι μου το έδωσε. Είναι μια ζωγραφιά. Δύο κοχύλια. Αλλά τα’χει κάνει με το ίδιο χρώμα. Πολύχρωμα δεν είναι τα κοχύλια;» είπε η μικρή, αρχίζοντας να ξαναβρίσκει τη χαμένη της αυτοπεποίθηση!
Η Ζωή κοίταξε τα κοχύλια.
Ταράχτηκε.
Το χαρτί της γλίστρησε απ’τα χέρια μα το ξανάπιασε στον αέρα θέλοντας αμέσως να κρύψει την ταραχή της και στράφηκε στο παιδί:
«Και αυτός ο κύριος σου είπε τίποτε άλλο;» ρώτησε η Ζωή.
«Ότι έχω ωραία μάτια! Σαν τα δικά του… Θείε, ποιος έχει τα πιο όμορφα μάτια; Εγώ, η μαμά ή ο μπαμπάς; Ε;» ρώτησε η Μαρίνα χοροπηδώντας με νάζι μπροστά στον Θωμά.
«Εσύ βέβαια κουκλίτσα μου! Εσύ! Ποιος άλλος;» απάντησε εκείνος και την έπιασε απ’το χέρι. «Ελάτε, πάμε επάνω τώρα, να μην αφήνουμε και τη γιαγιά πολύ ώρα μόνη της» είπε και προχώρησε μπροστά με τη Μαρίνα, αφήνοντας τη Ζωή να τους ακολουθήσει.
***********************************************************
«Καληνύχτα καληνύχτα!» φώναξε ο Θωμάς απ’το μπαλκόνι, καθώς κάτω στο δρόμο, απέναντι, η Ζωή έκλεινε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου έχοντας μόλις βάλει στη Μαρίνα τη ζώνη ασφαλείας και πήγαινε να καθίσει στη θέση του οδηγού.
«Καληνύχτα αδέρφι, θα σου τηλεφωνήσω αύριο απογευματάκι, τι ώρα τελειώνεις με τις φυσικοθεραπείες;» του φώναξε.
«Κατά τις εξίμιση, πες εφτά. Ή σε παίρνω και εγώ, όπως τύχει… Όνειρα γλυκά και απονήρευτα!» χαιρέτησε με νόημα ο Θωμάς κλείνοντας την μπαλκονόπορτα…
Πείραζε συχνά ο Θωμάς τη Ζωή για τις θύελλες που περνούσε κατά καιρούς στα ερωτικά της και τις περιπέτειες της. Χαιρόταν κάθε φορά που καταλάβαινε πως η αδελφή του δεν περνά απαρατήρητη απ’τους άνδρες.
Όπως εκείνη την Κυριακή του Θωμά στα δεκαπέντε του, που του είχε τηλεφωνήσει αιφνιδιαστικά ο Πέτρος, ο φίλος και παλιός συνεργάτης της Ζωής που ήταν και δικός του φίλος, να του ευχηθεί χρόνια πολλά για τη γιορτή του μα και να τον ρωτήσει πλαγίως, να τον «ψαρέψει» δηλαδή, για το αν η Ζωή ήταν μόνη εκείνον τον καιρό, αν μιλά για εκείνον με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο και άλλα τέτοια σημάδια που ψάχνουν οι ερωτευμένοι!
Πολύ τον είχε προβληματίσει το νεαρότατο Θωμά- που είχε γλυτώσει πολύ…φτηνά από εκείνο το δυστύχημα με το μηχανάκι- το τηλεφώνημα του Πέτρου.
«Τώρα από πού μας προέκυψε πάλι αυτός;» είχε σκεφτεί. Της τόχε πει της Ζωής, μέσες- άκρες βέβαια, είχε δείξει να εκπλήττεται κι αυτή, μάλλον ευχάριστα, αλλά συνέχεια δεν είχε υπάρξει.
Ένιωθε παράλληλα και πως πρέπει να την προστατεύει απ’τις κακοτοπιές και ας ήταν μικρότερος της, αφού ο μεγάλος τους αδελφός ο Λεωνίδας είχε μετατεθεί εδώ και χρόνια στην Ξάνθη και εκεί είχε φτιάξει τη ζωή του. Το «γιατί» να την προστατεύει και από ποιον παρέμεναν ανεξήγητα… Όπως ανεξήγητο του είχε καρφωθεί στο μυαλό τόσα χρόνια αυτό το «Συγγνώμη για όλα» που του είχε πει ο Πέτρος κλείνοντας το τηλέφωνο εκείνη την Κυριακή και αφού του είχε ομολογήσει το ενδιαφέρον του για την αδελφή του…
«Ηρέμησε Ζωή… Όλα καλά! Ανεβαίνουμε… Ερχόμαστε… Εδώ την έχω τη Μαρίνα…»
Η Ζωή προσπάθησε να ανασάνει βαθιά, στέλνοντας ένα βλέμμα απόλυτης ανακούφισης να ψάξει να συναντήσει ένα «κάτι» άγνωστο και απροσέγγιστο στον ουρανό, έτσι όπως άλλωστε κάνουμε όλοι. Η Ζωή κάθισε στα σκαλιά. Να τους περιμένει. Ήθελε να κλάψει από χαρά αφού το μυαλό της είχε πάει στα χειρότερα. Προσπαθώντας να ηρεμήσει, έβαλε το δεξί χέρι στην καρδιά της παίρνοντας βαθιές εισπνοές.
«Πάλι τα ίδια…» μουρμούρισε. «Θα το ελέγξω…»
«Μαρίνα…» φώναξε και τινάχτηκε καθώς τους ξεχώρισε στο γύρισμα της σκάλας. Άρπαξε τη μικρή και την έκλεισε στην αγκαλιά της.
«Μαρίνα μου… Που ήσουν; Μη μου το ξανακάνεις αυτό… Γιατί δε μου απαντούσες που σου φώναζα; Είσαι καλά; Μη μου το ξανακάνεις αυτό… Είσαι καλά;»
«Καλά είναι. Έλα, ηρέμησε… Ηρέμησε…δεν έγινε και τίποτα, ολόκληρη κοπέλα είναι πια, μη γίνεσαι υπερβολική » είπε ο Θωμάς ακόμα λαχανιασμένος, χαϊδεύοντας τον ώμο της αδελφής του.
«Η Μαρίνα είναι μεγάλο παιδί πια και κατάλαβε που της το είπα ότι δεν πρέπει να μιλάει με ξένους.» είπε κοιτάζοντας τη Ζωή.
«Έτσι δεν είναι; Κάνει να μιλάμε με αγνώστους;» ρώτησε τη Μαρίνα.
Η Ζωή δεν καταλάβαινε για ποιους «ξένους» και για ποιους «άγνωστους» μιλούσαν. Εκείνη είχε ανησυχήσει που το παιδί είχε κατέβει μόνο του στο δρόμο .Και γι αυτήν, η Μαρίνα ήταν απλώς «το παιδί».
«Συγγνώμη που σε στενοχώρησα μαμά, δεν τόθελα, δεν πήγα πουθενά, εδώ κάτω ήμουνα…» είπε η μικρή χωρίς να συνειδητοποιεί κι αυτή τι το τόσο κακό είχε κάνει.
Άπλωσε το χέρι της προσπαθώντας να ισιώσει ένα χαρτί που κρατούσε και είχε τσαλακωθεί απ’ τις αγκαλιές της μητέρας της και να της το δείξει.
«Τι είναι αυτό αγάπη μου;»
«Να, ένας κύριος που ήταν πάνω σ΄ένα μηχανάκι μου το έδωσε. Είναι μια ζωγραφιά. Δύο κοχύλια. Αλλά τα’χει κάνει με το ίδιο χρώμα. Πολύχρωμα δεν είναι τα κοχύλια;» είπε η μικρή, αρχίζοντας να ξαναβρίσκει τη χαμένη της αυτοπεποίθηση!
Η Ζωή κοίταξε τα κοχύλια.
Ταράχτηκε.
Το χαρτί της γλίστρησε απ’τα χέρια μα το ξανάπιασε στον αέρα θέλοντας αμέσως να κρύψει την ταραχή της και στράφηκε στο παιδί:
«Και αυτός ο κύριος σου είπε τίποτε άλλο;» ρώτησε η Ζωή.
«Ότι έχω ωραία μάτια! Σαν τα δικά του… Θείε, ποιος έχει τα πιο όμορφα μάτια; Εγώ, η μαμά ή ο μπαμπάς; Ε;» ρώτησε η Μαρίνα χοροπηδώντας με νάζι μπροστά στον Θωμά.
«Εσύ βέβαια κουκλίτσα μου! Εσύ! Ποιος άλλος;» απάντησε εκείνος και την έπιασε απ’το χέρι. «Ελάτε, πάμε επάνω τώρα, να μην αφήνουμε και τη γιαγιά πολύ ώρα μόνη της» είπε και προχώρησε μπροστά με τη Μαρίνα, αφήνοντας τη Ζωή να τους ακολουθήσει.
***********************************************************
«Καληνύχτα καληνύχτα!» φώναξε ο Θωμάς απ’το μπαλκόνι, καθώς κάτω στο δρόμο, απέναντι, η Ζωή έκλεινε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου έχοντας μόλις βάλει στη Μαρίνα τη ζώνη ασφαλείας και πήγαινε να καθίσει στη θέση του οδηγού.
«Καληνύχτα αδέρφι, θα σου τηλεφωνήσω αύριο απογευματάκι, τι ώρα τελειώνεις με τις φυσικοθεραπείες;» του φώναξε.
«Κατά τις εξίμιση, πες εφτά. Ή σε παίρνω και εγώ, όπως τύχει… Όνειρα γλυκά και απονήρευτα!» χαιρέτησε με νόημα ο Θωμάς κλείνοντας την μπαλκονόπορτα…
Πείραζε συχνά ο Θωμάς τη Ζωή για τις θύελλες που περνούσε κατά καιρούς στα ερωτικά της και τις περιπέτειες της. Χαιρόταν κάθε φορά που καταλάβαινε πως η αδελφή του δεν περνά απαρατήρητη απ’τους άνδρες.
Όπως εκείνη την Κυριακή του Θωμά στα δεκαπέντε του, που του είχε τηλεφωνήσει αιφνιδιαστικά ο Πέτρος, ο φίλος και παλιός συνεργάτης της Ζωής που ήταν και δικός του φίλος, να του ευχηθεί χρόνια πολλά για τη γιορτή του μα και να τον ρωτήσει πλαγίως, να τον «ψαρέψει» δηλαδή, για το αν η Ζωή ήταν μόνη εκείνον τον καιρό, αν μιλά για εκείνον με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο και άλλα τέτοια σημάδια που ψάχνουν οι ερωτευμένοι!
Πολύ τον είχε προβληματίσει το νεαρότατο Θωμά- που είχε γλυτώσει πολύ…φτηνά από εκείνο το δυστύχημα με το μηχανάκι- το τηλεφώνημα του Πέτρου.
«Τώρα από πού μας προέκυψε πάλι αυτός;» είχε σκεφτεί. Της τόχε πει της Ζωής, μέσες- άκρες βέβαια, είχε δείξει να εκπλήττεται κι αυτή, μάλλον ευχάριστα, αλλά συνέχεια δεν είχε υπάρξει.
Ένιωθε παράλληλα και πως πρέπει να την προστατεύει απ’τις κακοτοπιές και ας ήταν μικρότερος της, αφού ο μεγάλος τους αδελφός ο Λεωνίδας είχε μετατεθεί εδώ και χρόνια στην Ξάνθη και εκεί είχε φτιάξει τη ζωή του. Το «γιατί» να την προστατεύει και από ποιον παρέμεναν ανεξήγητα… Όπως ανεξήγητο του είχε καρφωθεί στο μυαλό τόσα χρόνια αυτό το «Συγγνώμη για όλα» που του είχε πει ο Πέτρος κλείνοντας το τηλέφωνο εκείνη την Κυριακή και αφού του είχε ομολογήσει το ενδιαφέρον του για την αδελφή του…
Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009
"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 23ο - Η συγκινητική προσπάθεια του Θωμά...
«Να σηκωθώ τώρα γιατρέ;» ρώτησε ανυπόμονα ο Θωμάς. Ρωτούσε το γιατρό, μπροστά του όμως έβλεπε την οικογένειά του, τους φίλους του και –κυρίως- την Κατερίνα.
Πως θα αισθανόντουσαν, τι θα έλεγαν όταν τον έβλεπαν όρθιο; Ο πατέρας του είχε ταξιδέψει στην Αμερική και είχε καθίσει μια εβδομάδα κοντά του. Λίγο πριν από την πρώτη εγχείριση. Και λίγο πριν από τη δεύτερη, το ίδιο είχε κάνει και η μητέρα του.
Τη Ζωή δεν την είχε αφήσει. Της είχε πει κατηγορηματικά «όχι». Ήθελε λίγο τον πατέρα του, ήθελε λίγο τη μητέρα του, μέχρις εκεί όμως. Είχε αποφασίσει να το περάσει μόνος του το μεγαλύτερο κομμάτι. Και να γυρίσει νικητής και …τροπαιοφόρος.
Ο γιατρός τον είχε αγαπήσει αυτό τον νεαρό. Τον είχε αγαπήσει όχι γιατί δέχτηκε σχεδόν αδιαμαρτύρητα την πόνο και την ταλαιπωρία των επεμβάσεων, όχι γιατί εξέφραζε τόσο καλά –και σε τόσο καλά Αγγλικά- τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Κυρίως για τη δύναμη της ψυχής του, την αισιοδοξία του και την πίστη του στον εαυτό του και την επιστήμη.
«Μπορείς; Σήκω. Σ αφήνω μόνο σου. Δεν θα σε βοηθήσω καθόλου»
Ο γιατρός απομακρύνθηκε.
Τα είχε «δοκιμάσει» τα πόδια του και τη μέση του αρκετές φορές τις τελευταίες μέρες ο Θωμάς. Με αρκετή βοήθεια στην αρχή, με λιγότερη στη συνέχεια αλλά τα κατάφερνε. Τα ένοιωθε καλά τα πόδια. Τον κρατούσαν. Με την ισορροπία είχε ένα πρόβλημα αλλά αυτό θα το εξισορροπούσε με το μπαστούνι. Δεν τον πείραζε καθόλου η ιδέα του μπαστουνιού. Όταν έχεις περάσει χρόνια σε αναπηρικό καροτσάκι…
Είχε μιλήσει στο τηλέφωνο με την Κατερίνα. Αρκετές φορές. Και κυρίως αυτές τις μέρες. Τις κρίσιμες μέρες των πρώτων «δοκιμών». Χωρίς φυσικά να της πει τίποτε ιδιαίτερο, έξω από την υπόθεση της υγείας του. Τρυφερά όμως ήταν τα τηλεφωνήματα. Μιλούσαν για την κινητικότητα των ποδιών αλλά αντάλλασσαν και …στίχους τραγουδιών. Και ποιήματα. Και μηνύματα αισιοδοξίας. Και σκέψεις για το «αύριο».
Τώρα, έπρεπε να σηκωθεί μόνος του. Χωρίς βοήθεια. Και χωρίς μπαστούνι.
Κατέβασε το ένα πόδι από το υποπόδιο. Έφερε όλο του το κορμί λίγο μπροστά. Πίεσε το πόδι στο πάτωμα για να το αισθανθεί.
«Καλά τα πάμε» σκέφτηκε.
Κατέβασε το άλλο πόδι. Το πιο προβληματικό. Αισθάνθηκε το πάτωμα. Ένοιωσε ότι ίδρωνε. Θα λιποψυχούσε; Όχι δα. Υπήρχαν εκεί έξω τόσα πράγματα που τον περίμεναν. Και τόσοι άνθρωποι. Ακόμα και η Μαρία. Που τον είχε εγκαταλείψει. Αλλά ήταν αποφασισμένος να την «ενημερώσει». Ίσως…ίσως και για να την πληγώσει, να την κάνει να αισθανθεί άσχημα. Έδιωξε αυτή την κακή σκέψη. Όχι. Δεν είχε κανένα λόγο να πληγώσει κανέναν.
Πίεσε τα δυο του χέρια στην καρέκλα. Σηκώθηκε. Ελαφρά ζαλισμένος ένοιωσε, κυρίως από την πίεση. Ο γιατρός το κατάλαβε.
«Μη βιάζεσαι. Ανάπνευσε…πάλι…»
Έκανε ένα μικρό βηματάκι προς τα μπρος , άφησε το ένα του χέρι από το βραχίονα της καρέκλας, σήκωσε τη μέση του…
«Έλα τώρα Θωμά, το τελευταίο στάδιο…» είπε γλυκά και ήρεμα ο γιατρός. «Ίσιωσε τη μέση και άφησε και το άλλο χέρι. Μην κάνεις βήμα. Δεν θέλω να κάνεις βήμα».
Έτσι κι έγινε. Ο Θωμάς είχε νικήσει.
*********************************************************
«Ευτυχώς που δεν τα παράτησα στη μέση…» σκέφτηκε ο Θωμάς συνειδητοποιώντας πως είχε μόλις βάλει μόνος του το σπαστό μπαστούνι του στο χώρο των αποσκευών πάνω από το κάθισμα του στο αεροπλάνο για Ελλάδα. Και με τη βοήθεια της αεροσυνοδού είχε καθίσει κι ο ίδιος, «τακτοποιώντας» με τον καλύτερο τρόπο, όπως μπορούσε, το πιο προβληματικό πόδι. Το δεξί. Η κυρία που καθόταν στη διπλανή θέση τον κοιτούσε χαμογελαστά. Με συμπάθεια.
Όλοι στο αεροπλάνο τον κοιτούσαν με συμπάθεια καθώς είχε μπει τελευταίος. Τον είχαν πάει άλλωστε και τελευταίο με ειδικό όχημα γιατί ήταν στο καροτσάκι αφού η απόσταση ήταν μεγάλη. Είχε σηκωθεί από το καροτσάκι, είχε «ανοίξει» το μπαστούνι και είχε ανεβεί με τη βοήθεια της αεροσυνοδού τα σκαλοπάτια. Ο ίδιος το είχε θελήσει, έστω κι αν οι άνθρωποι της εταιρείας του προσέφεραν τη λύση να τον ανεβάσει το ειδικό ανυψωτικό που προσαρμόζεται στη σκάλα.
Είχε φτάσει στο «παρά τρίχα» να στείλει το sms στην Κατερίνα, με όλο το επιθυμητό «περιεχόμενο» όταν είχε μόλις περάσει μια βδομάδα από την πρώτη επέμβαση και υπέφερε ακόμη από τους πόνους παρά τις ηρεμιστικές ενέσεις και τα ισχυρά παυσίπονα και παρά το ότι είχε μιλήσει μαζί της τηλεφωνικά.
Αλλά κρατήθηκε και υπέμεινε και τη δεύτερη φορά στο χειρουργείο και μετά στην αποθεραπεία. Έπρεπε να τα καταφέρει… Μόνο τότε θα μπορούσε να θάψει μέσα του οριστικά το σημείωμα της Μαρίας… Μόνο τότε θα σταματούσε να ακούει στον ύπνο του τη φωνή του σκληροτράχηλου και σκληρού αδελφού του, του Λεωνίδα , του στρατιωτικού να του φωνάζει, φουντωμένος και προσπαθώντας να δει τι μπορούσε να κάνει κι αυτός :
«Θωμά…ξύπνα…είσαι άντρας…έλα να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα.»
Τι να αντιμετωπίσει εκείνη την ώρα ο Θωμάς ! Σαν τι θα μπορούσε να κάνει; Εκείνη την ώρα, ζάρωνε στο καροτσάκι του, αδύναμος, σαστισμένος, φοβισμένος στη θέα των κουκουλοφόρων και των περιστρόφων εκείνη την παραμονή Πρωτοχρονιάς έξω απ’την Τράπεζα στο Κολονάκι.
«Ποτέ ξανά… Συγγνώμη… Όχι… Ποτέ ξανά… Ζωή… Συγγνώμη…» ψέλλιζε μες στην τρικυμία παραισθήσεων που του προκαλούσαν τα δυνατά φάρμακα στο νοσοκομείο, καθώς στον νου του παρέμενε καρφωμένη η εικόνα της αδελφής του, Ζωής, που χτυπημένη στον μηρό απ’τη σφαίρα , κείτονταν αιμόφυρτη δύο βήματα δίπλα του.
Κι αυτός μόνο κοιτούσε. Κοιτούσε και φοβόταν και έκλαιγε βιδωμένος στο αναπηρικό του καροτσάκι, μη μπορώντας να τρέξει δίπλα της, να της σφίξει το χέρι να της δώσει κουράγιο, να την πάει στο νοσοκομείο, να τη συνοδεύσει με το ασθενοφόρο…
Για όλα αυτά και για εκείνο το «μετά…» που ήταν η τελευταία του σκέψη το βράδυ λίγο μετά τα Χριστούγεννα και πριν από εκείνη την Πρωτοχρονιά που έβαζε τον κόσμο στον 21ο αιώνα και την συζήτηση με τον πατέρα του, ο Θωμάς έμεινε εκεί και πάλεψε ως το τέλος…
Και έτσι , σιγά – σιγά, με το χρόνο και με την αποφασιστικότητα, το «ανάπηρος» και το «παράλυτος» έγινε απλώς…«κουτσός» στα χείλη των περαστικών που τον κοιτούσαν περίεργα στον δρόμο. Και που ΕΠΡΕΠΕ να κάνουν οπωσδήποτε κάποιο σχόλιο γιατί θα …έσκαγαν. Έτσι είναι. Η δυστυχία, η διαφορετικότητα, η αναπηρία του άλλου προκαλεί οπωσδήποτε κάποιο σχόλιο. Δεν περνάει απαρατήρητη.
Το «καημένος» και το «Κακόμοιρο το παιδί» υποχώρησε στο μυαλό κάποιων συγγενών, φίλων, συμφοιτητών και καθηγητών του και εκείνος θέλοντας πεισματικά να κερδίζει την ισότητα, τη συμμετοχή και τον σεβασμό κάθε μέρα και σε κάθε πτυχή της ζωής του, ετοιμαζόταν για το μεταπτυχιακό του στην Ειδική Εκπαίδευση, ή «ειδική αγωγή» όπως ρατσιστικά επιμένουν να το λένε κάποιοι.
Πως θα αισθανόντουσαν, τι θα έλεγαν όταν τον έβλεπαν όρθιο; Ο πατέρας του είχε ταξιδέψει στην Αμερική και είχε καθίσει μια εβδομάδα κοντά του. Λίγο πριν από την πρώτη εγχείριση. Και λίγο πριν από τη δεύτερη, το ίδιο είχε κάνει και η μητέρα του.
Τη Ζωή δεν την είχε αφήσει. Της είχε πει κατηγορηματικά «όχι». Ήθελε λίγο τον πατέρα του, ήθελε λίγο τη μητέρα του, μέχρις εκεί όμως. Είχε αποφασίσει να το περάσει μόνος του το μεγαλύτερο κομμάτι. Και να γυρίσει νικητής και …τροπαιοφόρος.
Ο γιατρός τον είχε αγαπήσει αυτό τον νεαρό. Τον είχε αγαπήσει όχι γιατί δέχτηκε σχεδόν αδιαμαρτύρητα την πόνο και την ταλαιπωρία των επεμβάσεων, όχι γιατί εξέφραζε τόσο καλά –και σε τόσο καλά Αγγλικά- τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Κυρίως για τη δύναμη της ψυχής του, την αισιοδοξία του και την πίστη του στον εαυτό του και την επιστήμη.
«Μπορείς; Σήκω. Σ αφήνω μόνο σου. Δεν θα σε βοηθήσω καθόλου»
Ο γιατρός απομακρύνθηκε.
Τα είχε «δοκιμάσει» τα πόδια του και τη μέση του αρκετές φορές τις τελευταίες μέρες ο Θωμάς. Με αρκετή βοήθεια στην αρχή, με λιγότερη στη συνέχεια αλλά τα κατάφερνε. Τα ένοιωθε καλά τα πόδια. Τον κρατούσαν. Με την ισορροπία είχε ένα πρόβλημα αλλά αυτό θα το εξισορροπούσε με το μπαστούνι. Δεν τον πείραζε καθόλου η ιδέα του μπαστουνιού. Όταν έχεις περάσει χρόνια σε αναπηρικό καροτσάκι…
Είχε μιλήσει στο τηλέφωνο με την Κατερίνα. Αρκετές φορές. Και κυρίως αυτές τις μέρες. Τις κρίσιμες μέρες των πρώτων «δοκιμών». Χωρίς φυσικά να της πει τίποτε ιδιαίτερο, έξω από την υπόθεση της υγείας του. Τρυφερά όμως ήταν τα τηλεφωνήματα. Μιλούσαν για την κινητικότητα των ποδιών αλλά αντάλλασσαν και …στίχους τραγουδιών. Και ποιήματα. Και μηνύματα αισιοδοξίας. Και σκέψεις για το «αύριο».
Τώρα, έπρεπε να σηκωθεί μόνος του. Χωρίς βοήθεια. Και χωρίς μπαστούνι.
Κατέβασε το ένα πόδι από το υποπόδιο. Έφερε όλο του το κορμί λίγο μπροστά. Πίεσε το πόδι στο πάτωμα για να το αισθανθεί.
«Καλά τα πάμε» σκέφτηκε.
Κατέβασε το άλλο πόδι. Το πιο προβληματικό. Αισθάνθηκε το πάτωμα. Ένοιωσε ότι ίδρωνε. Θα λιποψυχούσε; Όχι δα. Υπήρχαν εκεί έξω τόσα πράγματα που τον περίμεναν. Και τόσοι άνθρωποι. Ακόμα και η Μαρία. Που τον είχε εγκαταλείψει. Αλλά ήταν αποφασισμένος να την «ενημερώσει». Ίσως…ίσως και για να την πληγώσει, να την κάνει να αισθανθεί άσχημα. Έδιωξε αυτή την κακή σκέψη. Όχι. Δεν είχε κανένα λόγο να πληγώσει κανέναν.
Πίεσε τα δυο του χέρια στην καρέκλα. Σηκώθηκε. Ελαφρά ζαλισμένος ένοιωσε, κυρίως από την πίεση. Ο γιατρός το κατάλαβε.
«Μη βιάζεσαι. Ανάπνευσε…πάλι…»
Έκανε ένα μικρό βηματάκι προς τα μπρος , άφησε το ένα του χέρι από το βραχίονα της καρέκλας, σήκωσε τη μέση του…
«Έλα τώρα Θωμά, το τελευταίο στάδιο…» είπε γλυκά και ήρεμα ο γιατρός. «Ίσιωσε τη μέση και άφησε και το άλλο χέρι. Μην κάνεις βήμα. Δεν θέλω να κάνεις βήμα».
Έτσι κι έγινε. Ο Θωμάς είχε νικήσει.
*********************************************************
«Ευτυχώς που δεν τα παράτησα στη μέση…» σκέφτηκε ο Θωμάς συνειδητοποιώντας πως είχε μόλις βάλει μόνος του το σπαστό μπαστούνι του στο χώρο των αποσκευών πάνω από το κάθισμα του στο αεροπλάνο για Ελλάδα. Και με τη βοήθεια της αεροσυνοδού είχε καθίσει κι ο ίδιος, «τακτοποιώντας» με τον καλύτερο τρόπο, όπως μπορούσε, το πιο προβληματικό πόδι. Το δεξί. Η κυρία που καθόταν στη διπλανή θέση τον κοιτούσε χαμογελαστά. Με συμπάθεια.
Όλοι στο αεροπλάνο τον κοιτούσαν με συμπάθεια καθώς είχε μπει τελευταίος. Τον είχαν πάει άλλωστε και τελευταίο με ειδικό όχημα γιατί ήταν στο καροτσάκι αφού η απόσταση ήταν μεγάλη. Είχε σηκωθεί από το καροτσάκι, είχε «ανοίξει» το μπαστούνι και είχε ανεβεί με τη βοήθεια της αεροσυνοδού τα σκαλοπάτια. Ο ίδιος το είχε θελήσει, έστω κι αν οι άνθρωποι της εταιρείας του προσέφεραν τη λύση να τον ανεβάσει το ειδικό ανυψωτικό που προσαρμόζεται στη σκάλα.
Είχε φτάσει στο «παρά τρίχα» να στείλει το sms στην Κατερίνα, με όλο το επιθυμητό «περιεχόμενο» όταν είχε μόλις περάσει μια βδομάδα από την πρώτη επέμβαση και υπέφερε ακόμη από τους πόνους παρά τις ηρεμιστικές ενέσεις και τα ισχυρά παυσίπονα και παρά το ότι είχε μιλήσει μαζί της τηλεφωνικά.
Αλλά κρατήθηκε και υπέμεινε και τη δεύτερη φορά στο χειρουργείο και μετά στην αποθεραπεία. Έπρεπε να τα καταφέρει… Μόνο τότε θα μπορούσε να θάψει μέσα του οριστικά το σημείωμα της Μαρίας… Μόνο τότε θα σταματούσε να ακούει στον ύπνο του τη φωνή του σκληροτράχηλου και σκληρού αδελφού του, του Λεωνίδα , του στρατιωτικού να του φωνάζει, φουντωμένος και προσπαθώντας να δει τι μπορούσε να κάνει κι αυτός :
«Θωμά…ξύπνα…είσαι άντρας…έλα να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα.»
Τι να αντιμετωπίσει εκείνη την ώρα ο Θωμάς ! Σαν τι θα μπορούσε να κάνει; Εκείνη την ώρα, ζάρωνε στο καροτσάκι του, αδύναμος, σαστισμένος, φοβισμένος στη θέα των κουκουλοφόρων και των περιστρόφων εκείνη την παραμονή Πρωτοχρονιάς έξω απ’την Τράπεζα στο Κολονάκι.
«Ποτέ ξανά… Συγγνώμη… Όχι… Ποτέ ξανά… Ζωή… Συγγνώμη…» ψέλλιζε μες στην τρικυμία παραισθήσεων που του προκαλούσαν τα δυνατά φάρμακα στο νοσοκομείο, καθώς στον νου του παρέμενε καρφωμένη η εικόνα της αδελφής του, Ζωής, που χτυπημένη στον μηρό απ’τη σφαίρα , κείτονταν αιμόφυρτη δύο βήματα δίπλα του.
Κι αυτός μόνο κοιτούσε. Κοιτούσε και φοβόταν και έκλαιγε βιδωμένος στο αναπηρικό του καροτσάκι, μη μπορώντας να τρέξει δίπλα της, να της σφίξει το χέρι να της δώσει κουράγιο, να την πάει στο νοσοκομείο, να τη συνοδεύσει με το ασθενοφόρο…
Για όλα αυτά και για εκείνο το «μετά…» που ήταν η τελευταία του σκέψη το βράδυ λίγο μετά τα Χριστούγεννα και πριν από εκείνη την Πρωτοχρονιά που έβαζε τον κόσμο στον 21ο αιώνα και την συζήτηση με τον πατέρα του, ο Θωμάς έμεινε εκεί και πάλεψε ως το τέλος…
Και έτσι , σιγά – σιγά, με το χρόνο και με την αποφασιστικότητα, το «ανάπηρος» και το «παράλυτος» έγινε απλώς…«κουτσός» στα χείλη των περαστικών που τον κοιτούσαν περίεργα στον δρόμο. Και που ΕΠΡΕΠΕ να κάνουν οπωσδήποτε κάποιο σχόλιο γιατί θα …έσκαγαν. Έτσι είναι. Η δυστυχία, η διαφορετικότητα, η αναπηρία του άλλου προκαλεί οπωσδήποτε κάποιο σχόλιο. Δεν περνάει απαρατήρητη.
Το «καημένος» και το «Κακόμοιρο το παιδί» υποχώρησε στο μυαλό κάποιων συγγενών, φίλων, συμφοιτητών και καθηγητών του και εκείνος θέλοντας πεισματικά να κερδίζει την ισότητα, τη συμμετοχή και τον σεβασμό κάθε μέρα και σε κάθε πτυχή της ζωής του, ετοιμαζόταν για το μεταπτυχιακό του στην Ειδική Εκπαίδευση, ή «ειδική αγωγή» όπως ρατσιστικά επιμένουν να το λένε κάποιοι.
Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009
"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 22ο - Ο Θωμάς στην Αμερική
Κλείνοντας το τηλέφωνο ο Θωμάς και ακούγοντας τις φωνές της Ζωής στο μπαλκόνι δε δίστασε καθόλου. Χωρίς να χάσει χρόνο, βγήκε στη σκάλα και κατέβηκε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, με τη βοήθεια του μπαστουνιού.
Είχε μάθει άλλωστε πια πολύ καλά πώς να το χρησιμοποιεί.
Αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά, ύστερα από πολύ χρόνο, που διέφερε απ΄ όλες τις άλλες. Που βιαζόταν. Που δεν πρόσεχε και τόσο πολύ και δεν σιγούρευε κάθε του πάτημα. Αλλά ήταν γι αυτόν και η ώρα της αλήθειας.
Μπορούσε; Ήταν σε θέση να κάνει αυτό που έπρεπε; Μπορούσε να φανεί χρήσιμος; Ή θα έμενε κι αυτή τη φορά στο περιθώριο, φοβισμένος, τρομαγμένος, ανίκανος να κάνει ο, τιδήποτε, όπως εκείνη την ώρα, το μεσημέρι της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς του 2000;
Αποφάσισε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του. Μέχρι που προσπάθησε να τρέξει, όσο του το επέτρεπαν οι δυνάμεις του, ζορίζοντας το δεξί του πόδι…
Η κινητικότητα ήταν μέτρια. Ο πόνος αρκετός. Το πόδι δεχόταν για πρώτη φορά τέτοια πίεση, τέτοιο φόρτο, τέτοια ένταση. Κανονικά, ο Θωμάς θάπρεπε να σταματήσει. Να μην το πιέσει άλλο. Να ρίξει λίγο το ρυθμό. Και να συνεχίσει κανονικά.
«Κανονικά». Μια τόσο περίεργη λέξη σε μια τόσο περίεργη σκέψη γύρω από μια λειτουργία που για το 99% των ανθρώπων ήταν απλώς φυσιολογική. Θέλεις να τρέξεις; Τρέχεις; Θέλεις να πιέσεις το πόδι σου; Το πιέζεις. Για το Θωμά, αυτό ήταν το μεγάλο βήμα. Το μεγάλο τόλμημα.
Τέτοια εποχή ήταν που έφευγε ο Θωμάς για την Αμερική και την μεγάλη ιδιωτική κλινική στην Καλιφόρνια για να κάνει την εγχείριση στην σπονδυλική του στήλη, στην ουσία « παίζοντας» με τις πιθανότητες.
Δεν ήταν βέβαια άσχημες. 60-40 υπέρ του τού είχε πει ο James Spender, διάσημος χειρουργός και επί πολλά χρόνια ερευνητής στις χρήσεις της νανοτεχνολογίας στον ανθρώπινο κορμό . Αυτός είχε αναλάβει την επέμβαση και την παρακολούθησή του.
Και ευτυχώς εκείνη τη φορά η τύχη ήταν με το μέρος του. Δύο μήνες περίπου στο νοσοκομείο, δύο επεμβάσεις και συνολικά περίπου 17 ώρες στο χειρουργείο, απάλλαξαν –σταδιακά- τον Θωμά από το αναπηρικό του καροτσάκι, αφήνοντας του μόνο μια – σοβαρή πάντως- δυσλειτουργία στο δεξί του πόδι που θα την παρέκαμπτε μόνο ύστερα από μεγάλη προσπάθεια.
Ασκήσεις, φυσικοθεραπείες, παρακολούθηση όλων των εξελίξεων στην τεχνολογία βοηθημάτων, δοκιμές, σταθερό ρυθμό στο βάδισμα και πάντα στηριζόμενος στο μπαστούνι του. Αυτά θα έπρεπε να κάνει για όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Του τόχε πει με σαφήνεια ο Spender μετά την τελευταία επέμβαση, ενώ ακόμα ο Θωμάς καθόταν σε καροτσάκι, λίγη ώρα πριν γίνει η μεγάλη δοκιμή:
«Θα πάμε καλά. Ξεπεράσαμε το πολύ μεγάλο πρόβλημα, της κίνησης των κάτω άκρων. Τώρα, σε λίγο, θα το δοκιμάσουμε σε κανονικές συνθήκες. Θα πάμε καλά.»
«Πότε θα ξέρουμε αν θα μπορώ να περπατήσω κανονικά; » τον ρώτησε με αγωνία.
« Εξαρτάται πολύ κι από σένα. Ίσως σε ένα χρόνο. Ίσως και σε έξι μήνες. Εγώ το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι ελπίζω να πάμε καλύτερα με τον καιρό. Η κατάστασή σου μπορεί να βελτιωθεί . Μπορεί να βελτιώνεται συνέχεια όσο, όταν επιστρέψεις στην Ελλάδα , θα συνεχίζεις τις ασκήσεις, τη γυμναστική , τη φυσικοθεραπεία , την υπομονή και όσο προσέχεις. Να έχεις στο νού σου ότι δεν είσαι «καινούργιος». Επισκευασμένος είσαι. Και να έχεις υπ΄ όψη σου ότι θα πονάς. Μερικές ζημιές, δεν αποκαθίστανται. Τουλάχιστον όχι πλήρως. Αν και μ αυτές τις μεθόδους μπορούμε να πετυχαίνουμε πράγματα που σε άλλες εποχές θα χαρακτηρίζοντας «θαύματα», στην πραγματικότητα θαύματα δεν γίνονται.»
Τρομερή φράση. Τον είχε εντυπωσιάσει το Θωμά. Τον είχε δυσαρεστήσει στην αρχή αλλά στη συνέχεια, η ουσία της αλήθειας επικράτησε στο μυαλό του. Ο «μηχανισμός» κίνησης του οργανισμού του, είχε πάθει σοβαρή ζημιά από εξωγενή παράγοντα. Συνεπώς η ιατρική, είχε καταφέρει να παίζει το ρόλο που θα έπαιζε σε ένα τρακαρισμένο αυτοκίνητο ένα πολύ καλό, εξειδικευμένο συνεργείο.
Και ο ίδιος είχε ισχυρά κίνητρα να τις συνεχίσει και τις προσπάθειες και τις φυσικοθεραπείες και τη γυμναστική. Να τις επαναλαμβάνει καθημερινά και να δουλεύει και δύο ώρες παραπάνω μόνος του στο σπίτι ανεβοκατεβαίνοντας τη σκάλα από και προς τον έκτο όροφο όπου έμενε για να γυμνάσει τους μύες του δεξιού του ποδιού!
Μόνο έτσι θα πονούσε λιγότερο και θα μπορούσε να σταθεί για περισσότερη ώρα όρθιος. Ίσως αργότερα να μπορούσε να απαλλαγεί και από το μπαστούνι του που το ένιωθε τώρα μέλος του σώματος του. Και μόνο τότε θα αποφάσιζε να παλέψει να έρθει πιο κοντά στην Κατερίνα.
Την είχε γνωρίσει στο φυσικοθεραπευτήριο, όπου έκανε την πρακτική της τους τελευταίους εφτά μήνες. Μιλούσαν πολύ, είχαν πολλά κοινά. Τους άρεσε η ίδια μουσική, Ελληνική ροκ. Ένα απόγευμα είχαν σιγοτραγουδήσει μαζί και την «Οδό Ελλήνων» του Παπακωνσταντίνου!
Δεν περίμενε ο Θωμάς ποτέ να βρει άλλον άνθρωπο που να ξέρει τα λόγια αυτού του τραγουδιού όλα απ’έξω όπως εκείνος! Της είχε δανείσει και πολλά βιβλία του, κυρίως ποιητές που της άρεσαν και είχαν κάνει πολλά ταξίδια μαζί με αφορμή έναν στίχο μιλώντας απ’το msn και μια-δυο φορές στο τηλέφωνο. Αλλά ως εκεί…
Δε θα τολμούσε να κάνει το επόμενο βήμα. Τουλάχιστον όχι ακόμα… Και πώς να το κάνει; Δε θα άντεχε να ξαναζήσει δεύτερη φορά τα ίδια…
«Σ’ αγαπώ! Ίσως να μη θελήσω ποτέ ξανά να δοθώ με τέτοιο πάθος σε άλλον άντρα. Αλλά δεν ξέρω… Και φοβάμαι… Τις παρέες μας, τους δικούς μου, τις υποχωρήσεις που δε θα αντέξω να κάνω, τους συμβιβασμούς, φοβάμαι… Αν μπορούσες, μόνο αν μπορούσες να…… Συγγνώμη Θωμά. Καλή τύχη! Θα σε θυμάμαι για πάντα…» .
Ήταν μια κατάθεση ψυχής κι ανθρώπινης αδυναμίας που του είχε γράψει η Μαρία , η πρώτη του «κοπέλα», σ’ένα σημείωμα που του είχε βάλει μες στην Απολογία του Σωκράτη που του έκανε δώρο εκείνο το πρωί της Δευτέρας στο Πανεπιστήμιο, μετά το Σαββατόβραδο και τα φιλιά που είχαν ανταλλάξει οι δύο νέοι σ’ένα ισόγειο μπαράκι στο Παγκράτι. Η Μαρία, αυτή η Μαρία, η οποιαδήποτε Μαρία που δεν τόλμησε, δεν άντεξε, δεν θέλησε να προσπαθήσει να μείνει κοντά του.
Και το είχε μάθει απ’έξω αυτό το σημείωμα… Κάθε φορά που το θυμόταν σκότωνε τον εαυτό του… Μα το πάθος του να μετατρέψει σε «ΜΠΟΡΕΣΑ» αυτό το «…αν μπορούσες…» που του είχε γράψει ήταν κάθε φορά και η ανάσταση του… Ήξερε όμως πως δε θα άντεχε να γίνει έτσι και με την Κατερίνα. Όχι και μ’εκείνη… Καλύτερα να μην της μιλούσε ποτέ. Ας το κρατούσε μέσα του για πάντα… Τι και αν κάθε βράδυ εδώ και πέντε μήνες διάβαζε το «Μονόγραμμα» του Ελύτη και φανταζόταν να της το απαγγέλει… Τι και αν κάθε νύχτα της έγραφε ένα μήνυμα στο κινητό «Καληνύχτα και όνειρα γλυκά!» και πριν της γράψει και το «Σ’αγαπώ» το έσβηνε και δεν της το έστελνε ποτέ… Απ’το να χάσει και αυτό που είχαν καλύτερα να μην της μιλούσε. Τουλάχιστον προς το παρόν…
Είχε μάθει άλλωστε πια πολύ καλά πώς να το χρησιμοποιεί.
Αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά, ύστερα από πολύ χρόνο, που διέφερε απ΄ όλες τις άλλες. Που βιαζόταν. Που δεν πρόσεχε και τόσο πολύ και δεν σιγούρευε κάθε του πάτημα. Αλλά ήταν γι αυτόν και η ώρα της αλήθειας.
Μπορούσε; Ήταν σε θέση να κάνει αυτό που έπρεπε; Μπορούσε να φανεί χρήσιμος; Ή θα έμενε κι αυτή τη φορά στο περιθώριο, φοβισμένος, τρομαγμένος, ανίκανος να κάνει ο, τιδήποτε, όπως εκείνη την ώρα, το μεσημέρι της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς του 2000;
Αποφάσισε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του. Μέχρι που προσπάθησε να τρέξει, όσο του το επέτρεπαν οι δυνάμεις του, ζορίζοντας το δεξί του πόδι…
Η κινητικότητα ήταν μέτρια. Ο πόνος αρκετός. Το πόδι δεχόταν για πρώτη φορά τέτοια πίεση, τέτοιο φόρτο, τέτοια ένταση. Κανονικά, ο Θωμάς θάπρεπε να σταματήσει. Να μην το πιέσει άλλο. Να ρίξει λίγο το ρυθμό. Και να συνεχίσει κανονικά.
«Κανονικά». Μια τόσο περίεργη λέξη σε μια τόσο περίεργη σκέψη γύρω από μια λειτουργία που για το 99% των ανθρώπων ήταν απλώς φυσιολογική. Θέλεις να τρέξεις; Τρέχεις; Θέλεις να πιέσεις το πόδι σου; Το πιέζεις. Για το Θωμά, αυτό ήταν το μεγάλο βήμα. Το μεγάλο τόλμημα.
Τέτοια εποχή ήταν που έφευγε ο Θωμάς για την Αμερική και την μεγάλη ιδιωτική κλινική στην Καλιφόρνια για να κάνει την εγχείριση στην σπονδυλική του στήλη, στην ουσία « παίζοντας» με τις πιθανότητες.
Δεν ήταν βέβαια άσχημες. 60-40 υπέρ του τού είχε πει ο James Spender, διάσημος χειρουργός και επί πολλά χρόνια ερευνητής στις χρήσεις της νανοτεχνολογίας στον ανθρώπινο κορμό . Αυτός είχε αναλάβει την επέμβαση και την παρακολούθησή του.
Και ευτυχώς εκείνη τη φορά η τύχη ήταν με το μέρος του. Δύο μήνες περίπου στο νοσοκομείο, δύο επεμβάσεις και συνολικά περίπου 17 ώρες στο χειρουργείο, απάλλαξαν –σταδιακά- τον Θωμά από το αναπηρικό του καροτσάκι, αφήνοντας του μόνο μια – σοβαρή πάντως- δυσλειτουργία στο δεξί του πόδι που θα την παρέκαμπτε μόνο ύστερα από μεγάλη προσπάθεια.
Ασκήσεις, φυσικοθεραπείες, παρακολούθηση όλων των εξελίξεων στην τεχνολογία βοηθημάτων, δοκιμές, σταθερό ρυθμό στο βάδισμα και πάντα στηριζόμενος στο μπαστούνι του. Αυτά θα έπρεπε να κάνει για όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Του τόχε πει με σαφήνεια ο Spender μετά την τελευταία επέμβαση, ενώ ακόμα ο Θωμάς καθόταν σε καροτσάκι, λίγη ώρα πριν γίνει η μεγάλη δοκιμή:
«Θα πάμε καλά. Ξεπεράσαμε το πολύ μεγάλο πρόβλημα, της κίνησης των κάτω άκρων. Τώρα, σε λίγο, θα το δοκιμάσουμε σε κανονικές συνθήκες. Θα πάμε καλά.»
«Πότε θα ξέρουμε αν θα μπορώ να περπατήσω κανονικά; » τον ρώτησε με αγωνία.
« Εξαρτάται πολύ κι από σένα. Ίσως σε ένα χρόνο. Ίσως και σε έξι μήνες. Εγώ το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι ελπίζω να πάμε καλύτερα με τον καιρό. Η κατάστασή σου μπορεί να βελτιωθεί . Μπορεί να βελτιώνεται συνέχεια όσο, όταν επιστρέψεις στην Ελλάδα , θα συνεχίζεις τις ασκήσεις, τη γυμναστική , τη φυσικοθεραπεία , την υπομονή και όσο προσέχεις. Να έχεις στο νού σου ότι δεν είσαι «καινούργιος». Επισκευασμένος είσαι. Και να έχεις υπ΄ όψη σου ότι θα πονάς. Μερικές ζημιές, δεν αποκαθίστανται. Τουλάχιστον όχι πλήρως. Αν και μ αυτές τις μεθόδους μπορούμε να πετυχαίνουμε πράγματα που σε άλλες εποχές θα χαρακτηρίζοντας «θαύματα», στην πραγματικότητα θαύματα δεν γίνονται.»
Τρομερή φράση. Τον είχε εντυπωσιάσει το Θωμά. Τον είχε δυσαρεστήσει στην αρχή αλλά στη συνέχεια, η ουσία της αλήθειας επικράτησε στο μυαλό του. Ο «μηχανισμός» κίνησης του οργανισμού του, είχε πάθει σοβαρή ζημιά από εξωγενή παράγοντα. Συνεπώς η ιατρική, είχε καταφέρει να παίζει το ρόλο που θα έπαιζε σε ένα τρακαρισμένο αυτοκίνητο ένα πολύ καλό, εξειδικευμένο συνεργείο.
Και ο ίδιος είχε ισχυρά κίνητρα να τις συνεχίσει και τις προσπάθειες και τις φυσικοθεραπείες και τη γυμναστική. Να τις επαναλαμβάνει καθημερινά και να δουλεύει και δύο ώρες παραπάνω μόνος του στο σπίτι ανεβοκατεβαίνοντας τη σκάλα από και προς τον έκτο όροφο όπου έμενε για να γυμνάσει τους μύες του δεξιού του ποδιού!
Μόνο έτσι θα πονούσε λιγότερο και θα μπορούσε να σταθεί για περισσότερη ώρα όρθιος. Ίσως αργότερα να μπορούσε να απαλλαγεί και από το μπαστούνι του που το ένιωθε τώρα μέλος του σώματος του. Και μόνο τότε θα αποφάσιζε να παλέψει να έρθει πιο κοντά στην Κατερίνα.
Την είχε γνωρίσει στο φυσικοθεραπευτήριο, όπου έκανε την πρακτική της τους τελευταίους εφτά μήνες. Μιλούσαν πολύ, είχαν πολλά κοινά. Τους άρεσε η ίδια μουσική, Ελληνική ροκ. Ένα απόγευμα είχαν σιγοτραγουδήσει μαζί και την «Οδό Ελλήνων» του Παπακωνσταντίνου!
Δεν περίμενε ο Θωμάς ποτέ να βρει άλλον άνθρωπο που να ξέρει τα λόγια αυτού του τραγουδιού όλα απ’έξω όπως εκείνος! Της είχε δανείσει και πολλά βιβλία του, κυρίως ποιητές που της άρεσαν και είχαν κάνει πολλά ταξίδια μαζί με αφορμή έναν στίχο μιλώντας απ’το msn και μια-δυο φορές στο τηλέφωνο. Αλλά ως εκεί…
Δε θα τολμούσε να κάνει το επόμενο βήμα. Τουλάχιστον όχι ακόμα… Και πώς να το κάνει; Δε θα άντεχε να ξαναζήσει δεύτερη φορά τα ίδια…
«Σ’ αγαπώ! Ίσως να μη θελήσω ποτέ ξανά να δοθώ με τέτοιο πάθος σε άλλον άντρα. Αλλά δεν ξέρω… Και φοβάμαι… Τις παρέες μας, τους δικούς μου, τις υποχωρήσεις που δε θα αντέξω να κάνω, τους συμβιβασμούς, φοβάμαι… Αν μπορούσες, μόνο αν μπορούσες να…… Συγγνώμη Θωμά. Καλή τύχη! Θα σε θυμάμαι για πάντα…» .
Ήταν μια κατάθεση ψυχής κι ανθρώπινης αδυναμίας που του είχε γράψει η Μαρία , η πρώτη του «κοπέλα», σ’ένα σημείωμα που του είχε βάλει μες στην Απολογία του Σωκράτη που του έκανε δώρο εκείνο το πρωί της Δευτέρας στο Πανεπιστήμιο, μετά το Σαββατόβραδο και τα φιλιά που είχαν ανταλλάξει οι δύο νέοι σ’ένα ισόγειο μπαράκι στο Παγκράτι. Η Μαρία, αυτή η Μαρία, η οποιαδήποτε Μαρία που δεν τόλμησε, δεν άντεξε, δεν θέλησε να προσπαθήσει να μείνει κοντά του.
Και το είχε μάθει απ’έξω αυτό το σημείωμα… Κάθε φορά που το θυμόταν σκότωνε τον εαυτό του… Μα το πάθος του να μετατρέψει σε «ΜΠΟΡΕΣΑ» αυτό το «…αν μπορούσες…» που του είχε γράψει ήταν κάθε φορά και η ανάσταση του… Ήξερε όμως πως δε θα άντεχε να γίνει έτσι και με την Κατερίνα. Όχι και μ’εκείνη… Καλύτερα να μην της μιλούσε ποτέ. Ας το κρατούσε μέσα του για πάντα… Τι και αν κάθε βράδυ εδώ και πέντε μήνες διάβαζε το «Μονόγραμμα» του Ελύτη και φανταζόταν να της το απαγγέλει… Τι και αν κάθε νύχτα της έγραφε ένα μήνυμα στο κινητό «Καληνύχτα και όνειρα γλυκά!» και πριν της γράψει και το «Σ’αγαπώ» το έσβηνε και δεν της το έστελνε ποτέ… Απ’το να χάσει και αυτό που είχαν καλύτερα να μην της μιλούσε. Τουλάχιστον προς το παρόν…
Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009
"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 21ο - Το σημείωμα του Έκτορα
Η Ζωή σηκώθηκε από τον καναπέ και άρχισε να περιφέρεται στο σπίτι, να περιεργάζεται τις γωνιές του, να σκαρώνει αναμνήσεις από τα χρόνια που έμενε ακόμη εκεί.
Το βλέμμα της σταμάτησε σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του πατέρα της, όταν ήταν ακόμη νέος, σε μια γωνιά πάνω στο τζάκι. Τον κοίταξε με νοσταλγία. Δεν θυμόταν να την είχε κάνει πολλές φορές να αισθανθεί πως την αγαπούσε. Συχνά ένιωθε πως όλα πάνω της τον εκνεύριζαν, πως τα πάντα που έκανε και που έλεγε τον ενοχλούσαν. Ποτέ δεν είχε δείξει κάποια ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποιο από τα παιδιά του, έκτος από το Θωμά και σ’ αυτόν μετά το ατύχημα. Δεν είχε παράπονο πως αγαπούσε κάποιον άλλον στην θέση της. Για κανέναν δεν πετούσε τη σκούφια του ο πατέρας της. Σε κανέναν δεν έδειχνε τη στοργή και την αγάπη του. Κι αν κάποτε, έπεφτες όπως εκείνη στην παγίδα να αναρωτηθείς αν σε αγαπούσε πραγματικά, θα ήταν πολύ λίγες οι στιγμές που θα μπορούσες να θυμηθείς και να πεις με σιγουριά πως ναι, τότε μου το ‘χε δείξει καθαρά…
Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν στ’ αλήθεια την πείραζε αυτή η – θα μπορούσε να πει – αποστροφή προς εκείνη. Για τον πατέρα της, η Ζωή τίποτε δεν έκανε καλά στη ζωή της, καμία απόφαση που είχε πάρει δεν ήταν η σωστή. Κι ακόμα κι αν επέλεγε τελικά να κάνει το χατίρι του, να τον ευχαριστήσει, ακόμα κι αυτές τις αποφάσεις εκείνος τις ένιωθε δεδομένες, λογικές. Γι’ αυτό και για κανένα από τα «σωστά» που χε κάνει στη ζωή της δεν είχε ακούσει ένα «μπράβο». Γιατί έτσι «έπρεπε» να ‘χει κάνει.
Ο πατέρας της ήταν αυστηρός, με όλους και σχεδόν για τα πάντα. Μα συνεχώς η Ζωή σκεφτόταν πως δε μπορούσε να είναι μόνο αυτό: απλά πολύ αυστηρός, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Κάπου θα ‘πρεπε να κρύβεται λίγη αγάπη. Όλοι οι άνθρωποι κάπου την εκφράζουμε αυτή την αγάπη που ‘χουμε μέσα μας. Εντάξει, τα τελευταία χρόνια εκείνος την εξέφραζε στο Θωμά. Του έκανε τα χατίρια, δεν του φώναζε κι αυτό ήταν για εκείνον μια έκφραση αγάπης. Πόσο πολύ θα την πλήγωνε αυτή του η ψυχρότητα τη μητέρα της, σκέφτηκε.
Παράξενος άνθρωπος ο πατέρας. Με τα μυστικά του, όπως όλοι τους βέβαια… Μα κάτι της έλεγε πως δεν ήταν στ’ αλήθεια τόσο ψυχρός κι απόμακρος. Πως μέσα του η καρδιά του ήταν μαλακή και γεμάτη αγάπη. Στο κάτω - κάτω πάντα ήθελε το καλύτερο για παιδιά του. Κι αυτό δυστυχώς το εξέφραζε με τον χειρότερο τρόπο, μα η πρόθεσή του ήταν πάντα το καλό των παιδιών του και της οικογένειάς του, ή τέλος πάντων αυτό που εκείνος θεωρούσε καλό.
Γιατί τα σκεφτόταν όλα αυτά η Ζωή; Γιατί τώρα; Τώρα που είχε πια απομυθοποιηθεί στα μάτια των παιδιών του, έδειχνε ένα πρόσωπο περισσότερο ανθρώπινο και προσιτό από πριν. Κι αυτό ήταν που κι εκείνη προσπαθούσε εκείνη τη στιγμή να κάνει. Να τον καταλάβει. Να βρει μια λογική κρυμμένη πίσω από όλη εκείνη την απρόσωπη συμπεριφορά. Το είχε ανάγκη… Είχε ανάγκη να ξέρει γιατί όταν προσπαθούσε να θυμηθεί τα παιδικά της χρόνια, δεν έβρισκε στη μνήμη της ούτε μια τρυφερή στιγμή, που να την έχει πάρει στην αγκαλιά του, ή να της λέει πόσο την αγαπάει…
Το βλέμμα της έπεσε ξαφνικά στο το πόδι της. Μια σταγόνα αίμα έτρεχε από τον αστράγαλο στο πάτωμα. Τελικά το γυαλί την είχε κόψει παραπάνω από όσο έδειχνε στην αρχή…
«Γαμώτο!» είπε μέσα της.
Πήρε την τσάντα της στα χέρια, άνοιξε το φερμουάρ για να βρει ένα από τα τσιρότα που κουβαλούσε μαζί για τη Μαρίνα, η οποία το ‘χε συνήθειο μια φορά την εβδομάδα να πέφτει και να χτυπάει. Το μάτι της έπεσε σ’ ένα λευκό διπλωμένο χαρτάκι. Το πήρε στα χέρια της κι άρχισε να το ξεδιπλώνει υπομονετικά.
Ποτέ ξανά χώρια εγώ κι εσύ. Κι αν σε χάσω θα σε ξαναβρώ.
Το μικρό λευκό χαρτάκι γλίστρησε από τα χέρια της απαλά.
Δεν ήταν δυνατόν! Η Ζωή κοκάλωσε. Το κοίταξε ξανά, ενώ για λίγο ένιωσε την καρδιά της να σταματάει. Δε μπορεί… σκέφτηκε. Μα πώς είχε βρεθεί στην τσάντα της αυτό το σημείωμα; Ήταν σίγουρη χίλια τα εκατό πως δεν το ‘χε πάρει μαζί της. Ή μήπως το ‘χε πάρει; Μα όχι, το θυμόταν καθαρά.
Το πήρε στα χέρια της να το περιεργαστεί. Το διάβασε για ακόμη μια φορά.
Ποτέ ξανά χώρια εγώ κι εσύ. Κι αν σε χάσω θα σε ξαναβρώ.
Το ίδιο εκείνο σημείωμα, που είχε στο δωμάτιό της στο σπίτι της, είχε βρεθεί μέσα στην τσάντα της. Μα πώς ήταν δυνατόν;
Μα…ναι…αυτό ήταν…δεν ήταν το ίδιο σημείωμα! Ήταν άλλο ένα ίδιο, όχι όμως εκείνο, που χρόνια πριν είχε φτάσει μέσα σ’ ένα κουτί στα χέρια της. Ήταν ένα άλλο καινούριο σημείωμα. Ήταν πια σίγουρη. Το παλιό είχε και το μονόγραμμα του Έκτορα στο τέλος. Αυτό δεν είχε τίποτα. Ποιος μπορεί να το έβαλε μέσα στην τσάντα της;
Εκείνος; Μα… πώς; Με ποιον τρόπο είχε εκείνος πρόσβαση στα προσωπικά της αντικείμενα; Δεν ήξερε καν πια πού βρισκόταν. Καιρό τώρα είχε χάσει τα ίχνη του.
Ο ίδιος εκείνος γνώριμος φόβος είχε αρχίσει ξανά να κυριεύει όλη της την ύπαρξη. Ένα ρίγος διαπέρασε όλο της το κορμί, μέχρι που έφτασε στην καρδιά της. Ο άνθρωπος αυτός, που της ξυπνούσε τόσο έντονα και τόσο διαφορετικά συναισθήματα, αγάπη, φόβο, πάθος, αγωνία, χαρά και δυστυχία, έβρισκε πάντα έναν μοναδικό τρόπο να τρυπώνει στη ζωή της, έναν τρόπο που δεν της επέτρεπε να περάσει έστω μια μέρα δίχως να τον έχει φέρει έστω για λίγο στο μυαλό της. Μα η αλήθεια ήταν άλλη. Όχι, δε χρειαζόταν να τον φέρει ξανά μέσα στη σκέψη της. Ο Έκτορας κατοικούσε εκεί, δεν είχε φύγει ποτέ, για να πρέπει να ξανάρθει.
Το τηλέφωνο έκλεισε κι η Ζωή έβαλε βιαστικά το χαρτάκι ξανά μέσα στην τσάντα της. Ένας θόρυβος από βήματα ακούστηκε από την άλλη πλευρά του διαδρόμου, προς τα υπνοδωμάτια. Η Ζωή σηκώθηκε να δει ποιος ήταν.
Η μητέρα της είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και πήγαινε προς το σαλόνι.
«Ζωή! Το παιδί!» της φώναξε.
«Ποιο παιδί; Μαρίνα;» φώναξε πανικόβλητη κι έτρεξε προς το μπαλκόνι.
«Μαρίνα!» φώναξε ξανά μ’ όλη της τη δύναμη. «Μαρίνα πού είσαι; Βγες αμέσως να σε δω!» Καμία απόκριση…
«Μαρίνα!»
Το βλέμμα της σταμάτησε σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του πατέρα της, όταν ήταν ακόμη νέος, σε μια γωνιά πάνω στο τζάκι. Τον κοίταξε με νοσταλγία. Δεν θυμόταν να την είχε κάνει πολλές φορές να αισθανθεί πως την αγαπούσε. Συχνά ένιωθε πως όλα πάνω της τον εκνεύριζαν, πως τα πάντα που έκανε και που έλεγε τον ενοχλούσαν. Ποτέ δεν είχε δείξει κάποια ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποιο από τα παιδιά του, έκτος από το Θωμά και σ’ αυτόν μετά το ατύχημα. Δεν είχε παράπονο πως αγαπούσε κάποιον άλλον στην θέση της. Για κανέναν δεν πετούσε τη σκούφια του ο πατέρας της. Σε κανέναν δεν έδειχνε τη στοργή και την αγάπη του. Κι αν κάποτε, έπεφτες όπως εκείνη στην παγίδα να αναρωτηθείς αν σε αγαπούσε πραγματικά, θα ήταν πολύ λίγες οι στιγμές που θα μπορούσες να θυμηθείς και να πεις με σιγουριά πως ναι, τότε μου το ‘χε δείξει καθαρά…
Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν στ’ αλήθεια την πείραζε αυτή η – θα μπορούσε να πει – αποστροφή προς εκείνη. Για τον πατέρα της, η Ζωή τίποτε δεν έκανε καλά στη ζωή της, καμία απόφαση που είχε πάρει δεν ήταν η σωστή. Κι ακόμα κι αν επέλεγε τελικά να κάνει το χατίρι του, να τον ευχαριστήσει, ακόμα κι αυτές τις αποφάσεις εκείνος τις ένιωθε δεδομένες, λογικές. Γι’ αυτό και για κανένα από τα «σωστά» που χε κάνει στη ζωή της δεν είχε ακούσει ένα «μπράβο». Γιατί έτσι «έπρεπε» να ‘χει κάνει.
Ο πατέρας της ήταν αυστηρός, με όλους και σχεδόν για τα πάντα. Μα συνεχώς η Ζωή σκεφτόταν πως δε μπορούσε να είναι μόνο αυτό: απλά πολύ αυστηρός, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Κάπου θα ‘πρεπε να κρύβεται λίγη αγάπη. Όλοι οι άνθρωποι κάπου την εκφράζουμε αυτή την αγάπη που ‘χουμε μέσα μας. Εντάξει, τα τελευταία χρόνια εκείνος την εξέφραζε στο Θωμά. Του έκανε τα χατίρια, δεν του φώναζε κι αυτό ήταν για εκείνον μια έκφραση αγάπης. Πόσο πολύ θα την πλήγωνε αυτή του η ψυχρότητα τη μητέρα της, σκέφτηκε.
Παράξενος άνθρωπος ο πατέρας. Με τα μυστικά του, όπως όλοι τους βέβαια… Μα κάτι της έλεγε πως δεν ήταν στ’ αλήθεια τόσο ψυχρός κι απόμακρος. Πως μέσα του η καρδιά του ήταν μαλακή και γεμάτη αγάπη. Στο κάτω - κάτω πάντα ήθελε το καλύτερο για παιδιά του. Κι αυτό δυστυχώς το εξέφραζε με τον χειρότερο τρόπο, μα η πρόθεσή του ήταν πάντα το καλό των παιδιών του και της οικογένειάς του, ή τέλος πάντων αυτό που εκείνος θεωρούσε καλό.
Γιατί τα σκεφτόταν όλα αυτά η Ζωή; Γιατί τώρα; Τώρα που είχε πια απομυθοποιηθεί στα μάτια των παιδιών του, έδειχνε ένα πρόσωπο περισσότερο ανθρώπινο και προσιτό από πριν. Κι αυτό ήταν που κι εκείνη προσπαθούσε εκείνη τη στιγμή να κάνει. Να τον καταλάβει. Να βρει μια λογική κρυμμένη πίσω από όλη εκείνη την απρόσωπη συμπεριφορά. Το είχε ανάγκη… Είχε ανάγκη να ξέρει γιατί όταν προσπαθούσε να θυμηθεί τα παιδικά της χρόνια, δεν έβρισκε στη μνήμη της ούτε μια τρυφερή στιγμή, που να την έχει πάρει στην αγκαλιά του, ή να της λέει πόσο την αγαπάει…
Το βλέμμα της έπεσε ξαφνικά στο το πόδι της. Μια σταγόνα αίμα έτρεχε από τον αστράγαλο στο πάτωμα. Τελικά το γυαλί την είχε κόψει παραπάνω από όσο έδειχνε στην αρχή…
«Γαμώτο!» είπε μέσα της.
Πήρε την τσάντα της στα χέρια, άνοιξε το φερμουάρ για να βρει ένα από τα τσιρότα που κουβαλούσε μαζί για τη Μαρίνα, η οποία το ‘χε συνήθειο μια φορά την εβδομάδα να πέφτει και να χτυπάει. Το μάτι της έπεσε σ’ ένα λευκό διπλωμένο χαρτάκι. Το πήρε στα χέρια της κι άρχισε να το ξεδιπλώνει υπομονετικά.
Ποτέ ξανά χώρια εγώ κι εσύ. Κι αν σε χάσω θα σε ξαναβρώ.
Το μικρό λευκό χαρτάκι γλίστρησε από τα χέρια της απαλά.
Δεν ήταν δυνατόν! Η Ζωή κοκάλωσε. Το κοίταξε ξανά, ενώ για λίγο ένιωσε την καρδιά της να σταματάει. Δε μπορεί… σκέφτηκε. Μα πώς είχε βρεθεί στην τσάντα της αυτό το σημείωμα; Ήταν σίγουρη χίλια τα εκατό πως δεν το ‘χε πάρει μαζί της. Ή μήπως το ‘χε πάρει; Μα όχι, το θυμόταν καθαρά.
Το πήρε στα χέρια της να το περιεργαστεί. Το διάβασε για ακόμη μια φορά.
Ποτέ ξανά χώρια εγώ κι εσύ. Κι αν σε χάσω θα σε ξαναβρώ.
Το ίδιο εκείνο σημείωμα, που είχε στο δωμάτιό της στο σπίτι της, είχε βρεθεί μέσα στην τσάντα της. Μα πώς ήταν δυνατόν;
Μα…ναι…αυτό ήταν…δεν ήταν το ίδιο σημείωμα! Ήταν άλλο ένα ίδιο, όχι όμως εκείνο, που χρόνια πριν είχε φτάσει μέσα σ’ ένα κουτί στα χέρια της. Ήταν ένα άλλο καινούριο σημείωμα. Ήταν πια σίγουρη. Το παλιό είχε και το μονόγραμμα του Έκτορα στο τέλος. Αυτό δεν είχε τίποτα. Ποιος μπορεί να το έβαλε μέσα στην τσάντα της;
Εκείνος; Μα… πώς; Με ποιον τρόπο είχε εκείνος πρόσβαση στα προσωπικά της αντικείμενα; Δεν ήξερε καν πια πού βρισκόταν. Καιρό τώρα είχε χάσει τα ίχνη του.
Ο ίδιος εκείνος γνώριμος φόβος είχε αρχίσει ξανά να κυριεύει όλη της την ύπαρξη. Ένα ρίγος διαπέρασε όλο της το κορμί, μέχρι που έφτασε στην καρδιά της. Ο άνθρωπος αυτός, που της ξυπνούσε τόσο έντονα και τόσο διαφορετικά συναισθήματα, αγάπη, φόβο, πάθος, αγωνία, χαρά και δυστυχία, έβρισκε πάντα έναν μοναδικό τρόπο να τρυπώνει στη ζωή της, έναν τρόπο που δεν της επέτρεπε να περάσει έστω μια μέρα δίχως να τον έχει φέρει έστω για λίγο στο μυαλό της. Μα η αλήθεια ήταν άλλη. Όχι, δε χρειαζόταν να τον φέρει ξανά μέσα στη σκέψη της. Ο Έκτορας κατοικούσε εκεί, δεν είχε φύγει ποτέ, για να πρέπει να ξανάρθει.
Το τηλέφωνο έκλεισε κι η Ζωή έβαλε βιαστικά το χαρτάκι ξανά μέσα στην τσάντα της. Ένας θόρυβος από βήματα ακούστηκε από την άλλη πλευρά του διαδρόμου, προς τα υπνοδωμάτια. Η Ζωή σηκώθηκε να δει ποιος ήταν.
Η μητέρα της είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και πήγαινε προς το σαλόνι.
«Ζωή! Το παιδί!» της φώναξε.
«Ποιο παιδί; Μαρίνα;» φώναξε πανικόβλητη κι έτρεξε προς το μπαλκόνι.
«Μαρίνα!» φώναξε ξανά μ’ όλη της τη δύναμη. «Μαρίνα πού είσαι; Βγες αμέσως να σε δω!» Καμία απόκριση…
«Μαρίνα!»
Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009
"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 20ο - Στο πατρικό σπίτι της Ζωής...
«Έλα Μαρινάκι μου, κατέβα από το αυτοκίνητο! Το πήρα εγώ το κέικ.» Η Μαρίνα πήδηξε χαρούμενα από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου στην άσφαλτο.
«Εγώ θέλω να το πάω!» γκρίνιαξε χαριτωμένα.
«Εντάξει. Θα σου το δώσω μόλις φτάσουμε στην πόρτα. Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι»
Πέρασαν τη μικρή αυλόπορτα, μπήκαν στην οικοδομή κι ανέβηκαν στον έκτο όροφο της παλιάς, μα καλοδιατηρημένης, «μοντέρνου» ρυθμού πολυκατοικίας. Όταν έφτασαν στην πόρτα, η Ζωή έδωσε προσεκτικά το κέικ στη Μαρίνα. Η πόρτα άνοιξε κι η Μαρίνα όρμησε στη ζεστή και πάντα ανοιχτή αγκαλιά του Θωμά.
«Πρόσεξε Μαρινάκι, πρόσεξε το μπαστούνι του θείου»…τη μάλωσε γλυκά η μαμά της. Ο Θωμάς χαμογέλασε.
«Πάλι καλά που είναι μόνο το μπαστούνι δε λες;» έκανε χιούμορ. Δεν ήταν πολύς καιρός που είχε σηκωθεί από το καροτσάκι.
«Τι κάνει η μικρή μας μαγείρισσα; Τι μαθαίνω Μαρίνα; Έγινες νοικοκυρούλα;»
«Ναι. Έφτιαξα κέικ. Μαμά, πώς είπαμε πως το λένε το κέικ που φτιάξαμε;»
«Γιαουρτόπιτα.»
«Γιαουρτόπιτα» είπε γελώντας η Μαρίνα.
«Προκομμένη η ανιψούλα μου! Ήθελα να ‘ξερα από πού πήρε… Μάλλον απ’ το σόι του πατέρα της γιατί άμα κρίνουμε από τη μανούλα…», είπε γελώντας ο Θωμάς.
«Θωμά, σε παρακαλώ! Μη με συκοφαντείς στο παιδί μου! Εγώ είμαι πολύ νοικοκυρά… όταν έχω διάθεση.» Πρόσθεσε γελώντας η Ζωή.
Η μικρή Μαρίνα είχε προχωρήσει μέσα κι η Ζωή είχε μείνει μόνη με το Θωμά.
«Πώς είναι η μαμά; Γνωρίζει; », είπε κι οι δυο ξαφνικά σοβάρεψαν.
«Τα ίδια. Καμία βελτίωση. Σήμερα είναι πάντως καλύτερα. Της είπα πως θα έρθετε, έδειξε να χαίρεται αλλά μην περιμένεις και πολλά.»
«Κατάλαβα… Πάμε μέσα , μπας και προλάβω, μπας και με γνωρίσει...»
Η Ζωή μπήκε στο δωμάτιο που ήταν ξαπλωμένη η μητέρα της. Η Μαρίνα καθόταν στο κρεβάτι, πλάι στη γιαγιά της και της εξιστορούσε πώς η ίδια με τη βοήθεια της μαμάς της έφτιαξε ολόκληρο κέικ. Η γιαγιά της την άκουγε ήσυχη και χαμογελούσε. Την είχε γνωρίσει.
Χαμογέλασε η Ζωή.
«Μαρίνα μου δεν πας μέσα να βάλεις λίγο κέικ στη γιαγιά να φάει;»
«Ναι.» φώναξε η Μαρίνα κι αμέσως έφυγε από το δωμάτιο.
Η Ζωή κοίταξε με πίκρα κι αγάπη τη μητέρα της.
«Μαμά, ήρθαμε να σε δούμε.» Εκείνη έγνεψε καταφατικά, δείχνοντας πως ήξερε. «Πώς είσαι;»
«Η Μαρίνα, μεγάλωσε πολύ!»
«Ψηλώνει μέρα με τη μέρα» πρόσθεσε η Ζωή.
«Πάει σχολείο;»
«Πάει, ναι.»
Εκατό φορές οι ίδιες ερωτήσεις…οι ίδιες απαντήσεις. Ο πόνος της ήταν βαθύς της Ζωής.
«Εσύ παιδί μου, είσαι ευτυχισμένη;»
Τι ερώτηση ήταν αυτή; Η Ζωή αιφνιδιάστηκε. Αυτή, δεν της την είχε ξανακάνει.
«Με τέτοιο αστέρι στο σπίτι, σαν τη Μαρίνα, γίνεται να μην είμαι;», βιάστηκε να απαντήσει.
«Δεν εννοώ αυτό. Ζωή , είσαι γυναίκα. Πρέπει να φροντίζεις τον εαυτό σου. Πόσα πολλά στερήθηκες εξαιτίας μας παιδί μου! Από τον εγωισμό μας, πρώτα του πατέρα σου κι ύστερα το δικό μου, γιατί κι εγώ δεν έκανα τίποτα για να τον αποτρέψω…»
Στο μικρό δωμάτιο απλώθηκε σιγή.
«Τη ζωή μας μόνοι μας τη φτιάχνουμε Ζωή, αυτό να το θυμάσαι.»
«Μαμά…» πήγε κάτι να πει, μα το μετάνιωσε.
«Έφταιγα κι εγώ.», είπε τελικά. «Μπορούσα να το ‘χα παλέψει. Μπορούσα να ‘χω κάνει άλλες επιλογές, να μην έχω επηρεαστεί…, να μην έχω φοβηθεί…»
«Ποτέ δεν είναι αργά παιδί μου. Τα λάθη διορθώνονται.»
Η Ζωή ταράχτηκε. Τι της έλεγε δηλαδή; Να κάνει αυτό που τόσα χρόνια δεν είχε βρει το θάρρος; Και γιατί της τα ‘λεγε τώρα όλα αυτά; Γιατί τώρα κι όχι πιο πριν; Όσο δε θα ‘χε χάσει ακόμα την ελπίδα της, όσο το όνειρο για μια ζωή που ακόμα δεν είχε καταφέρει να ζήσει, παρέμενε. Μα τώρα; Τώρα πια ήταν αργά. Είχε πάψει να ελπίζει, είχε πάψει να ονειρεύεται. Είχε αποδεχτεί το περίπλοκο μα αληθινό παρόν μέσα στο οποίο ξυπνούσε καθημερινά, είχε μάθει να παρατηρεί τις χαρές του και να πνίγει τυχόν απωθημένα που της είχαν αφήσει τα κατάλοιπα του παρελθόντος. Και τώρα πια δε ζούσε για την ίδια. Ζούσε για εκείνο το κοριτσάκι, που ένα του χαμόγελο της αρκούσε για να της φτιάξει τη μέρα. Ή μήπως δεν της ήταν στ’ αλήθεια αρκετό;
«Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να σταματήσεις να ονειρεύεσαι παιδί μου.» συνέχισε η μητέρα της, διαβάζοντας λες τη σκέψη της.
«Το έκανα κι εγώ κάποια στιγμή, αλλά ήμουν πολύ μεγαλύτερη από σένα. Ζησ’ την τη ζωή σου, κορίτσι μου. Ζήσ’ την όσο είναι καιρός. Γιατί θα ‘ρθει μια στιγμή, που θα θέλεις να τη ζήσεις και δε θα ‘χει μείνει πια αρκετός χρόνος.»
Η Ζωή αγριεύτηκε. Μα τι συζήτηση ήταν αυτή που είχαν πιάσει μεσημεριάτικα; Οι δυο γυναίκες σταμάτησαν να μιλάνε. Πέρασαν μερικά λεπτά σιωπής.
Και ξαφνικά, η Μαρίνα μπήκε στο δωμάτιο, παρέα με το Θωμά, κρατώντας με το ένα της χεράκι το χέρι του και με το άλλο το πιατάκι. Το κρατούσε πολύ προσεκτικά το μικρό πιατάκι, με ένα κομμάτι γιαουρτόπιτα αλλά και πολύ σφιχτά το χέρι του θείου της.
«Γιαγιά, σου έφερα κέικ. Για-ου-ρτό-πι-τα.» είπε αργά κι έκανε να της το δώσει. Μα η ηλικιωμένη γυναίκα δε σάλεψε.
«Μαμά… η Μαρίνα σου έφερε κέικ. Το έφτιαξε μόνη της.», είπε ο Θωμάς.
Η μητέρα του κοίταξε απορημένη τη μικρή εγγονή της κι ύστερα της χάιδεψε στοργικά τα μαλλάκια και ρώτησε:
«Αυτό το κοριτσάκι τίνος είναι;»
«Α… μάλιστα.», έκανε απογοητευμένος ο Θωμάς.
«Μαμά, η Μαρίνα είναι, η εγγονή σου. Δε θυμάσαι;»
Η μητέρα τους κοίταξε περίεργα.
«Τι να θυμάμαι; Δεν έχω εγγονή Μαρίνα εγώ!» είπε τελικά.
«Μαμά, δε θα το φάει το κέικ η γιαγιά;» ρώτησε απογοητευμένη η Μαρίνα.
«Θα το φάω εγώ Μαρίνα μου. Η γιαγιά θα φάει πιο μετά», είπε ο Θωμάς.
Η Μαρίνα έκανε να πάει το κέικ στην κουζίνα, όταν ξαφνικά το πιάτο της γλίστρησε και έγινε χίλια κομμάτια στο πάτωμα. Ένα από αυτά πετάχτηκε στο πόδι της μητέρας της, πληγώνοντάς την λιγάκι.
Η Μαρίνα στενοχωρήθηκε. Και η μαμά της τής πρότεινε να κατέβει να παίξει για λίγο στην αυλή, με ένα πλαστικό σπιτάκι που κάποιο παιδάκι είχε παρατημένο κάτω.
Όταν η Μαρίνα έφυγε η Ζωή κάθισε με το Θωμά, να τα πουν λιγάκι.
«Τη μισή μέρα είναι μια χαρά, θυμάται, σχολιάζει, ρωτάει για σένα, για όλους, μου δίνει συμβουλές, όλα φυσιολογικά. Την άλλη μισή… έτσι.»
«Δε θυμάται τίποτα;»
«Θυμάται τα μισά, άλλες φορές μπερδεύει την πραγματικότητα με τη φαντασία. Τις προάλλες μου έλεγε πως η Μαρίνα δεν είναι κόρη του Αντρέα… Άλλη φορά μου έλεγε πως είσαι πάλι έγκυος και πως θα κάνεις αγοράκι. Τραγική κατάσταση…»
«Μίλησες με το γιατρό;»
«Ναι, μου είπε πως θα της δώσει χάπια πιο δυνατά, μήπως καλυτερέψει. Εσένα τι σου έλεγε όσο ήσασταν οι δυο σας;»
«Αλήθειες…» σκέφτηκε η Ζωή μα προτίμησε να μην το πει.
«Συμβουλές μου έδινε κι εμένα για τη ζωή μου. Φαινόταν να θυμάται. Με ρώτησε και για τη Μαρίνα… Για τον πατέρα μιλάει καθόλου;»
«Όχι, καθόλου. Και ούτε εγώ θέλω να μιλήσω!», της είπε κάπως απότομα.
«Εντάξει… Ας τα αφήσουμε αυτά. Εσύ, πες μου, τι κάνεις;»
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της, χτύπησε το τηλέφωνο.
«Συγγνώμη», είπε ο Θωμάς και πήγε να το σηκώσει.
«Εγώ θέλω να το πάω!» γκρίνιαξε χαριτωμένα.
«Εντάξει. Θα σου το δώσω μόλις φτάσουμε στην πόρτα. Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι»
Πέρασαν τη μικρή αυλόπορτα, μπήκαν στην οικοδομή κι ανέβηκαν στον έκτο όροφο της παλιάς, μα καλοδιατηρημένης, «μοντέρνου» ρυθμού πολυκατοικίας. Όταν έφτασαν στην πόρτα, η Ζωή έδωσε προσεκτικά το κέικ στη Μαρίνα. Η πόρτα άνοιξε κι η Μαρίνα όρμησε στη ζεστή και πάντα ανοιχτή αγκαλιά του Θωμά.
«Πρόσεξε Μαρινάκι, πρόσεξε το μπαστούνι του θείου»…τη μάλωσε γλυκά η μαμά της. Ο Θωμάς χαμογέλασε.
«Πάλι καλά που είναι μόνο το μπαστούνι δε λες;» έκανε χιούμορ. Δεν ήταν πολύς καιρός που είχε σηκωθεί από το καροτσάκι.
«Τι κάνει η μικρή μας μαγείρισσα; Τι μαθαίνω Μαρίνα; Έγινες νοικοκυρούλα;»
«Ναι. Έφτιαξα κέικ. Μαμά, πώς είπαμε πως το λένε το κέικ που φτιάξαμε;»
«Γιαουρτόπιτα.»
«Γιαουρτόπιτα» είπε γελώντας η Μαρίνα.
«Προκομμένη η ανιψούλα μου! Ήθελα να ‘ξερα από πού πήρε… Μάλλον απ’ το σόι του πατέρα της γιατί άμα κρίνουμε από τη μανούλα…», είπε γελώντας ο Θωμάς.
«Θωμά, σε παρακαλώ! Μη με συκοφαντείς στο παιδί μου! Εγώ είμαι πολύ νοικοκυρά… όταν έχω διάθεση.» Πρόσθεσε γελώντας η Ζωή.
Η μικρή Μαρίνα είχε προχωρήσει μέσα κι η Ζωή είχε μείνει μόνη με το Θωμά.
«Πώς είναι η μαμά; Γνωρίζει; », είπε κι οι δυο ξαφνικά σοβάρεψαν.
«Τα ίδια. Καμία βελτίωση. Σήμερα είναι πάντως καλύτερα. Της είπα πως θα έρθετε, έδειξε να χαίρεται αλλά μην περιμένεις και πολλά.»
«Κατάλαβα… Πάμε μέσα , μπας και προλάβω, μπας και με γνωρίσει...»
Η Ζωή μπήκε στο δωμάτιο που ήταν ξαπλωμένη η μητέρα της. Η Μαρίνα καθόταν στο κρεβάτι, πλάι στη γιαγιά της και της εξιστορούσε πώς η ίδια με τη βοήθεια της μαμάς της έφτιαξε ολόκληρο κέικ. Η γιαγιά της την άκουγε ήσυχη και χαμογελούσε. Την είχε γνωρίσει.
Χαμογέλασε η Ζωή.
«Μαρίνα μου δεν πας μέσα να βάλεις λίγο κέικ στη γιαγιά να φάει;»
«Ναι.» φώναξε η Μαρίνα κι αμέσως έφυγε από το δωμάτιο.
Η Ζωή κοίταξε με πίκρα κι αγάπη τη μητέρα της.
«Μαμά, ήρθαμε να σε δούμε.» Εκείνη έγνεψε καταφατικά, δείχνοντας πως ήξερε. «Πώς είσαι;»
«Η Μαρίνα, μεγάλωσε πολύ!»
«Ψηλώνει μέρα με τη μέρα» πρόσθεσε η Ζωή.
«Πάει σχολείο;»
«Πάει, ναι.»
Εκατό φορές οι ίδιες ερωτήσεις…οι ίδιες απαντήσεις. Ο πόνος της ήταν βαθύς της Ζωής.
«Εσύ παιδί μου, είσαι ευτυχισμένη;»
Τι ερώτηση ήταν αυτή; Η Ζωή αιφνιδιάστηκε. Αυτή, δεν της την είχε ξανακάνει.
«Με τέτοιο αστέρι στο σπίτι, σαν τη Μαρίνα, γίνεται να μην είμαι;», βιάστηκε να απαντήσει.
«Δεν εννοώ αυτό. Ζωή , είσαι γυναίκα. Πρέπει να φροντίζεις τον εαυτό σου. Πόσα πολλά στερήθηκες εξαιτίας μας παιδί μου! Από τον εγωισμό μας, πρώτα του πατέρα σου κι ύστερα το δικό μου, γιατί κι εγώ δεν έκανα τίποτα για να τον αποτρέψω…»
Στο μικρό δωμάτιο απλώθηκε σιγή.
«Τη ζωή μας μόνοι μας τη φτιάχνουμε Ζωή, αυτό να το θυμάσαι.»
«Μαμά…» πήγε κάτι να πει, μα το μετάνιωσε.
«Έφταιγα κι εγώ.», είπε τελικά. «Μπορούσα να το ‘χα παλέψει. Μπορούσα να ‘χω κάνει άλλες επιλογές, να μην έχω επηρεαστεί…, να μην έχω φοβηθεί…»
«Ποτέ δεν είναι αργά παιδί μου. Τα λάθη διορθώνονται.»
Η Ζωή ταράχτηκε. Τι της έλεγε δηλαδή; Να κάνει αυτό που τόσα χρόνια δεν είχε βρει το θάρρος; Και γιατί της τα ‘λεγε τώρα όλα αυτά; Γιατί τώρα κι όχι πιο πριν; Όσο δε θα ‘χε χάσει ακόμα την ελπίδα της, όσο το όνειρο για μια ζωή που ακόμα δεν είχε καταφέρει να ζήσει, παρέμενε. Μα τώρα; Τώρα πια ήταν αργά. Είχε πάψει να ελπίζει, είχε πάψει να ονειρεύεται. Είχε αποδεχτεί το περίπλοκο μα αληθινό παρόν μέσα στο οποίο ξυπνούσε καθημερινά, είχε μάθει να παρατηρεί τις χαρές του και να πνίγει τυχόν απωθημένα που της είχαν αφήσει τα κατάλοιπα του παρελθόντος. Και τώρα πια δε ζούσε για την ίδια. Ζούσε για εκείνο το κοριτσάκι, που ένα του χαμόγελο της αρκούσε για να της φτιάξει τη μέρα. Ή μήπως δεν της ήταν στ’ αλήθεια αρκετό;
«Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να σταματήσεις να ονειρεύεσαι παιδί μου.» συνέχισε η μητέρα της, διαβάζοντας λες τη σκέψη της.
«Το έκανα κι εγώ κάποια στιγμή, αλλά ήμουν πολύ μεγαλύτερη από σένα. Ζησ’ την τη ζωή σου, κορίτσι μου. Ζήσ’ την όσο είναι καιρός. Γιατί θα ‘ρθει μια στιγμή, που θα θέλεις να τη ζήσεις και δε θα ‘χει μείνει πια αρκετός χρόνος.»
Η Ζωή αγριεύτηκε. Μα τι συζήτηση ήταν αυτή που είχαν πιάσει μεσημεριάτικα; Οι δυο γυναίκες σταμάτησαν να μιλάνε. Πέρασαν μερικά λεπτά σιωπής.
Και ξαφνικά, η Μαρίνα μπήκε στο δωμάτιο, παρέα με το Θωμά, κρατώντας με το ένα της χεράκι το χέρι του και με το άλλο το πιατάκι. Το κρατούσε πολύ προσεκτικά το μικρό πιατάκι, με ένα κομμάτι γιαουρτόπιτα αλλά και πολύ σφιχτά το χέρι του θείου της.
«Γιαγιά, σου έφερα κέικ. Για-ου-ρτό-πι-τα.» είπε αργά κι έκανε να της το δώσει. Μα η ηλικιωμένη γυναίκα δε σάλεψε.
«Μαμά… η Μαρίνα σου έφερε κέικ. Το έφτιαξε μόνη της.», είπε ο Θωμάς.
Η μητέρα του κοίταξε απορημένη τη μικρή εγγονή της κι ύστερα της χάιδεψε στοργικά τα μαλλάκια και ρώτησε:
«Αυτό το κοριτσάκι τίνος είναι;»
«Α… μάλιστα.», έκανε απογοητευμένος ο Θωμάς.
«Μαμά, η Μαρίνα είναι, η εγγονή σου. Δε θυμάσαι;»
Η μητέρα τους κοίταξε περίεργα.
«Τι να θυμάμαι; Δεν έχω εγγονή Μαρίνα εγώ!» είπε τελικά.
«Μαμά, δε θα το φάει το κέικ η γιαγιά;» ρώτησε απογοητευμένη η Μαρίνα.
«Θα το φάω εγώ Μαρίνα μου. Η γιαγιά θα φάει πιο μετά», είπε ο Θωμάς.
Η Μαρίνα έκανε να πάει το κέικ στην κουζίνα, όταν ξαφνικά το πιάτο της γλίστρησε και έγινε χίλια κομμάτια στο πάτωμα. Ένα από αυτά πετάχτηκε στο πόδι της μητέρας της, πληγώνοντάς την λιγάκι.
Η Μαρίνα στενοχωρήθηκε. Και η μαμά της τής πρότεινε να κατέβει να παίξει για λίγο στην αυλή, με ένα πλαστικό σπιτάκι που κάποιο παιδάκι είχε παρατημένο κάτω.
Όταν η Μαρίνα έφυγε η Ζωή κάθισε με το Θωμά, να τα πουν λιγάκι.
«Τη μισή μέρα είναι μια χαρά, θυμάται, σχολιάζει, ρωτάει για σένα, για όλους, μου δίνει συμβουλές, όλα φυσιολογικά. Την άλλη μισή… έτσι.»
«Δε θυμάται τίποτα;»
«Θυμάται τα μισά, άλλες φορές μπερδεύει την πραγματικότητα με τη φαντασία. Τις προάλλες μου έλεγε πως η Μαρίνα δεν είναι κόρη του Αντρέα… Άλλη φορά μου έλεγε πως είσαι πάλι έγκυος και πως θα κάνεις αγοράκι. Τραγική κατάσταση…»
«Μίλησες με το γιατρό;»
«Ναι, μου είπε πως θα της δώσει χάπια πιο δυνατά, μήπως καλυτερέψει. Εσένα τι σου έλεγε όσο ήσασταν οι δυο σας;»
«Αλήθειες…» σκέφτηκε η Ζωή μα προτίμησε να μην το πει.
«Συμβουλές μου έδινε κι εμένα για τη ζωή μου. Φαινόταν να θυμάται. Με ρώτησε και για τη Μαρίνα… Για τον πατέρα μιλάει καθόλου;»
«Όχι, καθόλου. Και ούτε εγώ θέλω να μιλήσω!», της είπε κάπως απότομα.
«Εντάξει… Ας τα αφήσουμε αυτά. Εσύ, πες μου, τι κάνεις;»
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της, χτύπησε το τηλέφωνο.
«Συγγνώμη», είπε ο Θωμάς και πήγε να το σηκώσει.
Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009
"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 19ο - Oι στιγμές του δυστυχήματος
Είχε – δεν – είχε περάσει ένας μήνας όταν είχε χτυπήσει το τηλέφωνο στο σπίτι του Έκτορα, ένα μικρό αλλά καλούτσικο διαμερισματάκι κάπου στο Μαρούσι, κοντά στο σταθμό του ηλεκτρικού. Ήταν ο Στράτος ή ο Αλί, όπως τον έλεγαν παλιά. Είχε περάσει ένας χρόνος από τότε που ο Έκτορας κι εκείνος είχαν έρθει μαζί στην Ελλάδα , για να ψάξουν μια καλύτερη ζωή και να εγκατασταθούν.
Στην αρχή δούλεψαν μαζί, σε μια οικοδομή, μα γρήγορα ο Στράτος σταμάτησε τη δουλειά. Από νωρίς τους είχαν πλησιάσει περίεργοι τύποι, μπλεγμένοι σε διαφόρων ειδών παρανομίες, προσπαθώντας να τους εντάξουν σε περίεργα κυκλώματα.
Ο Έκτορας είχε προσπαθήσει απ’ την αρχή σχεδόν να κρατηθεί μακριά και να τους ξεκαθαρίσει πως δεν είχε διάθεση για κανενός είδους μπλέξιμο. Ο Αντρέας πάλι, δε φάνηκε να τους αποφεύγει τόσο κάθετα όσο ο Έκτορας. Κι όταν σταμάτησε τη δουλειά ξέκοψαν οι δυο τους σιγά σιγά κι ούτε πια μάθαινε νέα του.
Εκείνες τις μέρες είχε έρθει στην Ελλάδα ο Αριάν, ο αδερφός του Έκτορα, από την Ιταλία. Ο Αριάν είχε φτιάξει πια εκεί το σπιτικό του, είχε παντρευτεί μάλιστα μια Ιταλίδα κι είχαν κάνει και 2 παιδιά. Ο Έκτορας τον φιλοξένησε. Μίλησαν πολλές ώρες. Ο Αριάν ήθελε βοήθεια. Χρειαζόταν ενίσχυση. Έπρεπε να ψάξει να βρει επαφές στην Ελλάδα, να «στήσει» δουλειές, να βρει λύσεις.
«Μα …πόσο θα μείνεις; Τι μπορείς να κάνεις; Δεν έχεις τη δουλειά σου στην Ιταλία;» είχε ρωτήσει τον αδελφό του.
«Και τι θέλω νομίζεις; Πέντε γνωριμίες, πέντε πελάτες να βρω, να επεκτείνω λίγο τις δουλειές. Κι αν βρω, να κάνω και κανένα καλό μεροκάματο, να μη σου είμαι και βάρος. Εντάξει με τη δουλειά στην Ιταλία, δεν χάνεται αυτή.»
Ο Έκτορας χάρηκε μόλις άκουσε τη γνώριμη φωνή του Στράτου. Τον είχε βοηθήσει πολύ να σταθεί στα πόδια του. Δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τον Έκτορα, είχε περισσότερη πείρα στη ζωή.
«Έμαθα πως είναι εκεί ο Αριάν. Είναι κάποιος μωρέ… και θέλει μια εξυπηρέτηση. Εγώ δεν προλαβαίνω να την κάνω… Πληρώνει πολύ καλά. Κι έμαθα πως ο Αριάν έχει προβλήματα με το μωρό και πως έχει ανάγκη, κι είπα να βοηθήσω», είπε ο Αντρέας.
Πράγματι, ο μικρός γιος του Αριάν, είχε γεννηθεί με κάποιο πρόβλημα στην καρδιά του. Χρειαζόταν πολλές εγχειρήσεις για να διορθωθεί. Τα χρήματα ήταν πολλά. Η δουλειά στην Ιταλία δεν έφτανε. Χωρίς τα απαραίτητα χρήματα οι εγχειρήσεις καθυστερούσαν και η υγεία του μικρού ολοένα και χειροτέρευε.
Ο Έκτορας έδωσε το ακουστικό στον Αριάν, που ήταν δίπλα του, για να συνεννοηθεί. Μόλις έκλεισαν , τον ρώτησε.
«Τι ακριβώς σε ήθελε;»
«Δεν πολυκατάλαβα. Δεν μου είπε πολλά. Κάτι για μια εξυπηρέτηση. Κανένα κουβάλημα υποψιάζομαι…καμιά μετακόμιση αλλά για πολλά πράγματα…για βαριά πράγματα. Και για καλά λεφτά μου είπε.»
«Πόσα δηλαδή; Γιατί αυτά τα πολλά λεφτά εγώ τα φοβάμαι. Μην πας και μπλέξεις πουθενά».
Γέλασε ο Αριάν.
«Που να μπλέξω; Ένα καλό μεροκάματο θα βγάλω. Αυτό είν’ όλο.»
«Πρόσεχε» ήταν η τελευταία λέξη του Έκτορα.
Λίγες μέρες μετά, το τηλέφωνο στο σπίτι του Έκτορα χτύπησε ξανά. Ήταν ένας άντρας. Από τη φωνή ακούγονταν μικρός σε ηλικία. Κάπου στα 25. Και πολύ ευγενικός.
«Μπορώ να μιλήσω στον Αριάν;», είπε διστακτικά.
Ο Έκτορας φώναξε τον Αριάν.
Το τηλεφώνημα κράτησε αρκετή ώρα.
Έγιναν άλλα δύο τις επόμενες μέρες.
Κάτι δεν του άρεσε σ’ αυτή την ιστορία. Η πολλή μυστικοπάθεια του αδερφού του ίσως… Το πρώτο πράγμα που του μπήκε στο μυαλό ήταν τα ναρκωτικά. Τι άλλο; Είχε προσπαθήσει σκληρά να μείνει μακριά απ’ αυτό το θέμα ο Έκτορας. Δεν ήταν εύκολο. Πλήρωναν πολλά για μια δουλειά που φαινόταν εύκολη και γρήγορη.
«Πάρε ένα σακουλάκι από εκεί και πήγαινέ το εκεί και δώστο σ αυτόν και φρόντισε να πάρεις το τρόλεϊ και να μη σε δούνε καλά και να φοράς γυαλιά…» και διάφορα τέτοια σου λέγανε.
Αλλά δεν το ‘κανε. Τι δουλειά είχε μ αυτά; Για καλύτερη ζωή είχε έρθει στην Ελλάδα. Αν ήθελε να μπλέξει σε…Μαφίες, μπορούσε να το κάνει εύκολα και γρήγορα στην Αλβανία.
Αποφάσισε να μη ρωτήσει.
Ήξερε ο Έκτορας ότι ο Αριάν είχε πολύ μεγάλη ανάγκη για χρήματα. Αλλά δεν τον είχε ικανό και για κάτι τέτοιο. Έτσι αποφάσισε να του δείξει εμπιστοσύνη και να μη ρωτήσει παραπάνω.
*********************************************
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Έκτορας φάνηκε με το μηχανάκι του από την άκρη του δρόμου. Είχε περάσει μπροστά από ένα ντεραπαρισμένο λεωφορείο, με τον οδηγό εγκλωβισμένο και μάλλον νεκρό, ένα κατεστραμμένο μηχανάκι, μια κοπέλα κι ένα μικρό αγόρι αιμόφυρτους στην άσφαλτο. Κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύεται. Η θέα και μόνο έκανε το αίμα του να παγώσει. Το βλέμμα του έψαξε να βρει το γνώριμο πρόσωπο του αδερφού του. Καθόταν αμίλητος, σα χαμένος στην άκρη του δρόμου. Μόλις είδε τον Έκτορα έτρεξε προς το μέρος του.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε ο Έκτορας αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά.
«Εγώ ναι…» απάντησε τρέμοντας ο Αριάν.
«Έκτορα εγώ…»
«Άστα αυτά τώρα. Κάλεσαν ασθενοφόρα οι αστυνομικοί. Αλλά αργούν. Και τα παιδιά είναι…»
Σταμάτησε απότομα ο Έκτορας κι έτρεξε προς την αιμόφυρτη κοπέλα.
Οι αστυνομικοί δεν τον άφησαν να πλησιάσει. Πρόλαβε μόνο να δει τα δυο παιδιά. Η κοπέλα καλά του φάνηκε.
«Η κοπέλα έχει ακόμα τις αισθήσεις της!» φώναξε ενώ οι σειρήνες του ασθενοφόρου έφτασαν στ’ αφτιά του.
«Κουράγιο!» ψιθύρισε κι αισθάνθηκε σαν να της κρατούσε το χέρι. Μόνο που εκείνη δεν το ήξερε.
Ήθελε να φτάσει κοντά της. Αισθανόταν κάτι σαν υποχρέωση, κάτι σαν ενοχή.
«Αφήστε με να πάω κοντά της, την ξέρω την κοπέλα» είπε ψέματα.
Μέσα στη βαβούρα, ξεγλίστρησε και πήγε κοντά της. Ήταν πανέμορφη με δυο τεράστια μάτια. Τον κοίταξε. Έσκυψε, γονάτισε και της έπιασε το χέρι.
«Κουράγιο» μουρμούρισε.
«Φύγε ρε συ από ‘ κει» φώναξε ένας αστυφύλακας.
«Όχι ρε Κώστα, άστο το παιδί, μου είπε ότι την ξέρει» του είπε ο συνάδελφός του. Σαν αλαλιασμένος κι αυτός.
Τρία ασθενοφόρα έφτασαν στο δρόμο. Οι περαστικοί που σταματούσαν να δουν τι συμβαίνει μιλούσαν με τους αστυνομικούς ενώ ο ένας φώναζε «Είμαι γιατρός…είμαι γιατρός, αφήστε με να δω την κοπέλα».
«Είδατε πώς έγινε;» ρώτησε κάποιον ο ένας αστυνομικός.
Δυο ακόμη περιπολικά έφτασαν και άρχισαν να περιορίζουν τον κόσμο.
«Φαίνεται πως το λεωφορείο έχασε τον έλεγχο κι έπεσε πάνω στα καημένα τα παιδιά. Είναι θαύμα που είναι ακόμα ζωντανά.», είπε ένας από τους περαστικούς που είχε φτάσει από τους πρώτους.
Τα ασθενοφόρα πήραν τα δυο παιδιά. Ο οδηγός του λεωφορείου ήταν ήδη νεκρός.
«Θα πάω κι εγώ μαζί!» φώναξε ο Έκτορας στον Αριάν κι ανέβηκε στο μηχανάκι του.
«Θα έρθω κι εγώ!», φώναξε εκείνος.
«Όχι, καλύτερα να πάω εγώ. Θα σε ειδοποιήσω, μην ανησυχείς. Εσύ εξαφανίσου. Και κρύψε και το αυτοκίνητο μήπως και το είδε κανείς».
Στο δρόμο ο Έκτορας δε μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του την εικόνα της αιμόφυρτης κοπέλας, με τα μεγάλα μάτια.
Κι αν πάθαινε κάτι, εκείνη και το παιδί; Και ο πεθαμένος οδηγός;
Σαν να ένιωθε τύψεις κι ο ίδιος.
Έπρεπε να το ‘χει προβλέψει.
Τον έβλεπε τον Αριάν πως κάπου είχε μπλέξει.
Έπρεπε να τον έχει σταματήσει. Να προσπαθήσει απ’ αλλού να του βρει τα χρήματα που χρειαζόταν. Μπορούσε να ‘χε αποτραπεί όλο αυτό. Το είχε υποσχεθεί στη μάνα του πως δε θα παρατούσε ποτέ τ’ αδέρφια του, Πως είχε ξεφύγει έτσι η κατάσταση;
Στην αρχή δούλεψαν μαζί, σε μια οικοδομή, μα γρήγορα ο Στράτος σταμάτησε τη δουλειά. Από νωρίς τους είχαν πλησιάσει περίεργοι τύποι, μπλεγμένοι σε διαφόρων ειδών παρανομίες, προσπαθώντας να τους εντάξουν σε περίεργα κυκλώματα.
Ο Έκτορας είχε προσπαθήσει απ’ την αρχή σχεδόν να κρατηθεί μακριά και να τους ξεκαθαρίσει πως δεν είχε διάθεση για κανενός είδους μπλέξιμο. Ο Αντρέας πάλι, δε φάνηκε να τους αποφεύγει τόσο κάθετα όσο ο Έκτορας. Κι όταν σταμάτησε τη δουλειά ξέκοψαν οι δυο τους σιγά σιγά κι ούτε πια μάθαινε νέα του.
Εκείνες τις μέρες είχε έρθει στην Ελλάδα ο Αριάν, ο αδερφός του Έκτορα, από την Ιταλία. Ο Αριάν είχε φτιάξει πια εκεί το σπιτικό του, είχε παντρευτεί μάλιστα μια Ιταλίδα κι είχαν κάνει και 2 παιδιά. Ο Έκτορας τον φιλοξένησε. Μίλησαν πολλές ώρες. Ο Αριάν ήθελε βοήθεια. Χρειαζόταν ενίσχυση. Έπρεπε να ψάξει να βρει επαφές στην Ελλάδα, να «στήσει» δουλειές, να βρει λύσεις.
«Μα …πόσο θα μείνεις; Τι μπορείς να κάνεις; Δεν έχεις τη δουλειά σου στην Ιταλία;» είχε ρωτήσει τον αδελφό του.
«Και τι θέλω νομίζεις; Πέντε γνωριμίες, πέντε πελάτες να βρω, να επεκτείνω λίγο τις δουλειές. Κι αν βρω, να κάνω και κανένα καλό μεροκάματο, να μη σου είμαι και βάρος. Εντάξει με τη δουλειά στην Ιταλία, δεν χάνεται αυτή.»
Ο Έκτορας χάρηκε μόλις άκουσε τη γνώριμη φωνή του Στράτου. Τον είχε βοηθήσει πολύ να σταθεί στα πόδια του. Δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τον Έκτορα, είχε περισσότερη πείρα στη ζωή.
«Έμαθα πως είναι εκεί ο Αριάν. Είναι κάποιος μωρέ… και θέλει μια εξυπηρέτηση. Εγώ δεν προλαβαίνω να την κάνω… Πληρώνει πολύ καλά. Κι έμαθα πως ο Αριάν έχει προβλήματα με το μωρό και πως έχει ανάγκη, κι είπα να βοηθήσω», είπε ο Αντρέας.
Πράγματι, ο μικρός γιος του Αριάν, είχε γεννηθεί με κάποιο πρόβλημα στην καρδιά του. Χρειαζόταν πολλές εγχειρήσεις για να διορθωθεί. Τα χρήματα ήταν πολλά. Η δουλειά στην Ιταλία δεν έφτανε. Χωρίς τα απαραίτητα χρήματα οι εγχειρήσεις καθυστερούσαν και η υγεία του μικρού ολοένα και χειροτέρευε.
Ο Έκτορας έδωσε το ακουστικό στον Αριάν, που ήταν δίπλα του, για να συνεννοηθεί. Μόλις έκλεισαν , τον ρώτησε.
«Τι ακριβώς σε ήθελε;»
«Δεν πολυκατάλαβα. Δεν μου είπε πολλά. Κάτι για μια εξυπηρέτηση. Κανένα κουβάλημα υποψιάζομαι…καμιά μετακόμιση αλλά για πολλά πράγματα…για βαριά πράγματα. Και για καλά λεφτά μου είπε.»
«Πόσα δηλαδή; Γιατί αυτά τα πολλά λεφτά εγώ τα φοβάμαι. Μην πας και μπλέξεις πουθενά».
Γέλασε ο Αριάν.
«Που να μπλέξω; Ένα καλό μεροκάματο θα βγάλω. Αυτό είν’ όλο.»
«Πρόσεχε» ήταν η τελευταία λέξη του Έκτορα.
Λίγες μέρες μετά, το τηλέφωνο στο σπίτι του Έκτορα χτύπησε ξανά. Ήταν ένας άντρας. Από τη φωνή ακούγονταν μικρός σε ηλικία. Κάπου στα 25. Και πολύ ευγενικός.
«Μπορώ να μιλήσω στον Αριάν;», είπε διστακτικά.
Ο Έκτορας φώναξε τον Αριάν.
Το τηλεφώνημα κράτησε αρκετή ώρα.
Έγιναν άλλα δύο τις επόμενες μέρες.
Κάτι δεν του άρεσε σ’ αυτή την ιστορία. Η πολλή μυστικοπάθεια του αδερφού του ίσως… Το πρώτο πράγμα που του μπήκε στο μυαλό ήταν τα ναρκωτικά. Τι άλλο; Είχε προσπαθήσει σκληρά να μείνει μακριά απ’ αυτό το θέμα ο Έκτορας. Δεν ήταν εύκολο. Πλήρωναν πολλά για μια δουλειά που φαινόταν εύκολη και γρήγορη.
«Πάρε ένα σακουλάκι από εκεί και πήγαινέ το εκεί και δώστο σ αυτόν και φρόντισε να πάρεις το τρόλεϊ και να μη σε δούνε καλά και να φοράς γυαλιά…» και διάφορα τέτοια σου λέγανε.
Αλλά δεν το ‘κανε. Τι δουλειά είχε μ αυτά; Για καλύτερη ζωή είχε έρθει στην Ελλάδα. Αν ήθελε να μπλέξει σε…Μαφίες, μπορούσε να το κάνει εύκολα και γρήγορα στην Αλβανία.
Αποφάσισε να μη ρωτήσει.
Ήξερε ο Έκτορας ότι ο Αριάν είχε πολύ μεγάλη ανάγκη για χρήματα. Αλλά δεν τον είχε ικανό και για κάτι τέτοιο. Έτσι αποφάσισε να του δείξει εμπιστοσύνη και να μη ρωτήσει παραπάνω.
*********************************************
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Έκτορας φάνηκε με το μηχανάκι του από την άκρη του δρόμου. Είχε περάσει μπροστά από ένα ντεραπαρισμένο λεωφορείο, με τον οδηγό εγκλωβισμένο και μάλλον νεκρό, ένα κατεστραμμένο μηχανάκι, μια κοπέλα κι ένα μικρό αγόρι αιμόφυρτους στην άσφαλτο. Κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύεται. Η θέα και μόνο έκανε το αίμα του να παγώσει. Το βλέμμα του έψαξε να βρει το γνώριμο πρόσωπο του αδερφού του. Καθόταν αμίλητος, σα χαμένος στην άκρη του δρόμου. Μόλις είδε τον Έκτορα έτρεξε προς το μέρος του.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε ο Έκτορας αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά.
«Εγώ ναι…» απάντησε τρέμοντας ο Αριάν.
«Έκτορα εγώ…»
«Άστα αυτά τώρα. Κάλεσαν ασθενοφόρα οι αστυνομικοί. Αλλά αργούν. Και τα παιδιά είναι…»
Σταμάτησε απότομα ο Έκτορας κι έτρεξε προς την αιμόφυρτη κοπέλα.
Οι αστυνομικοί δεν τον άφησαν να πλησιάσει. Πρόλαβε μόνο να δει τα δυο παιδιά. Η κοπέλα καλά του φάνηκε.
«Η κοπέλα έχει ακόμα τις αισθήσεις της!» φώναξε ενώ οι σειρήνες του ασθενοφόρου έφτασαν στ’ αφτιά του.
«Κουράγιο!» ψιθύρισε κι αισθάνθηκε σαν να της κρατούσε το χέρι. Μόνο που εκείνη δεν το ήξερε.
Ήθελε να φτάσει κοντά της. Αισθανόταν κάτι σαν υποχρέωση, κάτι σαν ενοχή.
«Αφήστε με να πάω κοντά της, την ξέρω την κοπέλα» είπε ψέματα.
Μέσα στη βαβούρα, ξεγλίστρησε και πήγε κοντά της. Ήταν πανέμορφη με δυο τεράστια μάτια. Τον κοίταξε. Έσκυψε, γονάτισε και της έπιασε το χέρι.
«Κουράγιο» μουρμούρισε.
«Φύγε ρε συ από ‘ κει» φώναξε ένας αστυφύλακας.
«Όχι ρε Κώστα, άστο το παιδί, μου είπε ότι την ξέρει» του είπε ο συνάδελφός του. Σαν αλαλιασμένος κι αυτός.
Τρία ασθενοφόρα έφτασαν στο δρόμο. Οι περαστικοί που σταματούσαν να δουν τι συμβαίνει μιλούσαν με τους αστυνομικούς ενώ ο ένας φώναζε «Είμαι γιατρός…είμαι γιατρός, αφήστε με να δω την κοπέλα».
«Είδατε πώς έγινε;» ρώτησε κάποιον ο ένας αστυνομικός.
Δυο ακόμη περιπολικά έφτασαν και άρχισαν να περιορίζουν τον κόσμο.
«Φαίνεται πως το λεωφορείο έχασε τον έλεγχο κι έπεσε πάνω στα καημένα τα παιδιά. Είναι θαύμα που είναι ακόμα ζωντανά.», είπε ένας από τους περαστικούς που είχε φτάσει από τους πρώτους.
Τα ασθενοφόρα πήραν τα δυο παιδιά. Ο οδηγός του λεωφορείου ήταν ήδη νεκρός.
«Θα πάω κι εγώ μαζί!» φώναξε ο Έκτορας στον Αριάν κι ανέβηκε στο μηχανάκι του.
«Θα έρθω κι εγώ!», φώναξε εκείνος.
«Όχι, καλύτερα να πάω εγώ. Θα σε ειδοποιήσω, μην ανησυχείς. Εσύ εξαφανίσου. Και κρύψε και το αυτοκίνητο μήπως και το είδε κανείς».
Στο δρόμο ο Έκτορας δε μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του την εικόνα της αιμόφυρτης κοπέλας, με τα μεγάλα μάτια.
Κι αν πάθαινε κάτι, εκείνη και το παιδί; Και ο πεθαμένος οδηγός;
Σαν να ένιωθε τύψεις κι ο ίδιος.
Έπρεπε να το ‘χει προβλέψει.
Τον έβλεπε τον Αριάν πως κάπου είχε μπλέξει.
Έπρεπε να τον έχει σταματήσει. Να προσπαθήσει απ’ αλλού να του βρει τα χρήματα που χρειαζόταν. Μπορούσε να ‘χε αποτραπεί όλο αυτό. Το είχε υποσχεθεί στη μάνα του πως δε θα παρατούσε ποτέ τ’ αδέρφια του, Πως είχε ξεφύγει έτσι η κατάσταση;
Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009
"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 18ο - To "περίεργο" δυστύχημα
Ο οδηγός του λεωφορείου βυθίστηκε νωχελικά στο κάθισμά του. Το λεωφορείο ήταν άδειο. Σε λίγη ώρα θα έφτανε στο σταθμό, θα το άφηνε και θα γύριζε σπίτι του όπου τον περίμενε ζεστό φαγητό, από τα χεράκια της μοναχοκόρης του. Σήμερα ήταν τα γενέθλιά της και περίμενε πώς και πώς να της δώσει το δώρο που της είχε αγοράσει. Ένα ακριβό ρολόι με δερμάτινο λουράκι. Το ‘χε αγοράσει με τις οικονομίες που έκανε το τελευταίο διάστημα.
Είχε περάσει μια δύσκολη μέρα που τον είχε κυριολεκτικά εξαντλήσει, μα ευτυχώς η βάρδια του είχε πια τελειώσει. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να επιστρέψει το όχημα στη βάση του και να φύγει για το σπίτι.
«Πρέπει σιγά σιγά να βγω κι εγώ στη σύνταξη. Οι δυνάμεις μου δε με κρατάνε πια όπως παλιά», σκέφτηκε κουνώντας σαν απογοητευμένος το κεφάλι. Το βλέμμα του έπεσε σε μια γυναικεία ασπρόμαυρη φωτογραφία στην άκρη του ταμπλό. Η γυναίκα του, που χρόνια τώρα είχε φύγει από τη ζωή, αφήνοντας ορφανή τη μικρή τους κόρη κι εκείνον μόνο του, να παλεύει για όλα και να ‘ναι αναγκαστικά και μάνα και πατέρας για ‘κείνη. Και δεν τον ήθελε αυτό το διπλό ρόλο. Ποτέ του δεν τον θέλησε…
Και τότε θυμήθηκε… Σπάνια τη θυμόταν. Είχαν περάσει ήδη δεκαπέντε χρόνια από το θάνατό της, μα όσος καιρός και να περνούσε εκείνος πονούσε το ίδιο κι έτσι σπάνια άφηνε τον εαυτό του να θυμηθεί.
Θυμήθηκε εκείνη τη μέρα, 20 χρόνια πριν στο θάλαμο του νοσοκομείου, τη νοσοκόμα που ήρθε να του πει πως η γυναίκα του είχε κάνει κορίτσι. Πόσο όμορφα ήταν τα πρώτα χρόνια, μετά τη γέννηση της κόρης τους… Τόσο ευτυχισμένα.
Άπλωσε το χέρι του και πήγε να πάρει τη φωτογραφία από το ταμπλό αλλά δεν έβγαινε από εκεί που την είχε σφηνώσει και την τράβηξε και την ξανατράβηξε με δύναμη κι η φωτογραφία σκίστηκε λίγο στην άκρη και…
«Μα, μα… τι κάνει; Τρελός είναι;»
Ξαφνικά, - εκείνος το είδε «ξαφνικά» με την άκρη του ματιού του- ένα μικρό κόκκινο αυτοκίνητο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση φάνηκε σαν να μπαίνει στο δρόμο του. Τρόμαξε, έστριψε με το ένα χέρι, λίγο «τσαπατσούλικα» και απότομα το τιμόνι για να το αποφύγει … το λεωφορείο γλίστρησε…πήρε να ντεραπάρει…
Μόλις τότε είδε το μηχανάκι με τα δυο νεαρά παιδιά, στην άκρη του δρόμου. Δεν τους είχε δει νωρίτερα. Δεν προλάβαινε. Θα τους χτυπούσε. Πάτησε απότομα, με όλη του τη δύναμη το φρένο, πήγε να ισιώσει το τιμόνι για να φέρει το λεωφορείο στα ίσια του…
**********************************************************
Ο οδηγός του κόκκινου αυτοκινήτου τον είδε τον οδηγό του λεωφορείου να πηγαίνει στη μέση του δρόμου, με κάποια αστάθεια. Φοβήθηκε. Το μηχανάκι ήταν λίγο μπροστά του και δεξιά, με σχετικά αργή ταχύτητα. Να φρενάρει; Να «χωθεί» πίσω απ’ το μηχανάκι; Να πατήσει γκάζι και να τους περάσει; Το λεωφορείο ερχόταν στη μέση του δρόμου. Είδε αριστερά του ένα στενό. Πάτησε γκάζι, έστριψε απότομα αριστερά και χώθηκε στο στενό.
Πίσω του, εξελίχθηκε η τραγωδία. Άκουσε θόρυβο, φρενάρισμα, λάστιχα να στριγγλίζουν. Συνέχισε λίγα μέτρα μέσα στο στενό μέχρι που έκανε στην άκρη και σταμάτησε. Βρισκόταν το πολύ πενήντα μέτρα από το δυστύχημα που είχε μόλις συμβεί.
Ο οδηγός έκρυψε το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του, προσπαθώντας να αναλογιστεί τι είχε μόλις συμβεί. Όλα είχαν γίνει τόσο ξαφνικά, τόσο γρήγορα… Κι εκείνος δεν ήξερε…δεν ήθελε…δεν είχε σχέση…να σώσει το κεφάλι του πήγε από το «τρελό λεωφορείο».
Κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Τι είχε γίνει; Έτρεξε προς τα εκεί. Το λεωφορείο είχε ανατραπεί. Το μηχανάκι είχε γίνει σμπαράλια. Τα δυο παιδιά, βρίσκονταν πεσμένα στο δρόμο. Ένας – δυο περαστικοί έτρεχαν προς τα εκεί. Κοίταξε αριστερά – δεξιά να βρει τηλεφωνικό θάλαμο. Είδε έναν στην άλλη γωνία, στην αντίθετη κατεύθυνση. Έτρεξε πίσω, ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο και πήγε ως εκεί.
«Ναι;»
Τον έπιασαν λυγμοί.
«Έκτορα… Εγώ είμαι.»
«Αριάν; Πού είσαι;»
«Για εκείνη την …εξυπηρέτηση που σούχα πει…»
«Και λοιπόν;»
«Έγινε ένα ατύχημα…» ψέλλισε χαμηλόφωνα μέσα στους λυγμούς του.
«Τι ατύχημα; Εσύ είσαι καλά; Χτύπησες;»
«Όχι εγώ Έκτορα. Δυο παιδιά χτυπήσανε…πολύ…είναι στο δρόμο μες΄στα αίματα»
«Και λοιπόν; Εσύ τι σχέση είχες; Τι είναι αυτά που λες; Τρελάθηκες; «
«Έμπλεξα Έκτορα, έμπλεξα»
« Πού έμπλεξες; Τι είδους εξυπηρέτηση ήταν αυτή που πήγες να κάνεις;»
«Όχι…όχι…δεν έκανα τίποτε εγώ…το λεωφορείο…δεν ήταν όπως νόμιζα Έκτορα! Σου ορκίζομαι! Νόμιζα πως θα ήταν κάποιος μεγάλος σε ηλικία… Που έχει κάνει πολλά κακά. Έτσι μου ‘χε πει. Και να τον …τσαλακώσουμε λιγάκι. Μα ήτανε παιδιά. Είναι δυο παιδιά. Μια κοπέλα κι ένα αγοράκι, μικρό παιδί. Ο Θεός μαζί μου. Έστριψα σ’ ένα στενό…κι έπεσε ένα λεωφορείο επάνω τους»
«Μα εσύ τι πήγαινες να κάνεις Αριάν; Τι σχέση είχες εσύ με το δυστύχημα; Τι σχέση είχες εσύ με τα παιδιά; Γιατί κλαίς; Εξήγησέ μου. Ηρέμησε…».
«Εγώ δεν έκανα τίποτα. Άλλο ήταν να κάνω.. .άλλο μου είχαν πει…αλλά είδα τα παιδιά…δίστασα…τα πήρα από πίσω, είδα ξαφνικά το λεωφορείο, έστριψα, δεν έφταιγα εγώ. Δεν ήθελα… Αλήθεια! Δεν το ‘θελα…» είπε κι οι λυγμοί έπνιξαν και πάλι τη φωνή του.
Ήταν ασυνάρτητος.
«Πού είσαι; Έρχομαι να σε βρω.»
Ο Αριάν του είπε. Την ήξερε τη γειτονιά. Δεν ήταν πολύ μακριά.
«Πήγαινε αμέσως εκεί, στο δυστύχημα. Εκεί θα ’ρθω. Προσπάθησε να βοηθήσεις κι εσύ.. Ο, τι μπορείς. Άσε το αυτοκίνητο εκεί που είσαι και τρέχα» του είπε ο Έκτορας.
Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009
"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 17ο - Η συνομωσία αρχίζει...
Ο νεαρός άντρας, περίμενε υπομονετικά μέσα στο κόκκινο αυτοκινητάκι λίγα μέτρα πριν από την είσοδο του σπιτιού. Τα χέρια του κρατούσαν το τιμόνι του αυτοκινήτου τρέμοντας, η ανάσα του έβγαινε βαριά, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, μπορούσε λες και να την ακούσει.
Ναι, την άκουγε πεντακάθαρα. Την άκουγε που ούρλιαζε ασφυκτιώντας μέσα του γι’ αυτό που πήγαινε να κάνει. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί… Πώς είχε αφήσει τον εαυτό του να μπλέξει έτσι; Τι δουλειά είχε εκεί πέρα; Η ανάγκη, τι άλλο;
Όμως ο σκοπός… ο σκοπός του, ναι, ήταν ιερός. Μπορεί όχι για τον καθένα, μα για ‘κείνον ήταν.
Ο σκοπός. Ναι, ναι, ο σκοπός ! Εκεί έπρεπε να εστιάσει. Κι αυτά που θα διαδραματίζονταν σε λίγα λεπτά, αυτά που ο ίδιος θα προκαλούσε, θα ‘πρεπε να τα ξεχάσει, να τ’ αφήσει πίσω, έξω απ’ την άκρη του μυαλού… κι ακόμη παραπέρα.
Όχι, δε θα ‘ταν ο εαυτός του για τα επόμενα λίγα λεπτά. Θα ‘ταν κάποιος άλλος. Κάποιος ξένος, χωρίς ψυχή, χωρίς συνείδηση, χωρίς αισθήματα, χωρίς ντροπή, χωρίς…χωρίς τίποτα…
Ο Σκοπός. Μονάχα ο σκοπός! Εκεί έπρεπε να εστιάσει. Πουθενά αλλού.
Τις σκέψεις του διέκοψε η σιδερένια καγκελόπορτα που άνοιξε απότομα λίγα μέτρα μπροστά. Πετάχτηκε από το κάθισμά του. Τρία νέα παιδιά έβγαιναν γελαστά και χαρούμενα…
«Νάτα. Αλλά είναι τρία τα παιδιά» είπε από μέσα του και το στομάχι του σφίχτηκε. Που στο διάολο είχε μπλέξει; Και αυτός ο …Πέτρος; Γιατί τούκλεινε το τηλέφωνο;
Δύο αγόρια, το ένα γύρω στα 25 και το άλλο κάπου στα 13 κι ένα κορίτσι. Ένα όμορφο κορίτσι, μια γυναίκα γύρω στα 27. Στάθηκαν για λίγο έξω από την είσοδο του σπιτιού , είπαν δυο κουβέντες , δίπλα σ’ ένα σκούτερ, που ήταν παρκαρισμένο στην άκρη του πεζοδρομίου.
Ο άνθρωπος στο κόκκινο αυτοκίνητο δεν ήξερε τι να κάνει. Έπρεπε να τηλεφωνήσει πάλι. Πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο. Έτρεξε στον τηλεφωνικό θάλαμο που ήταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου, καμιά πενηνταριά μέτρα μακρύτερα, με κίνδυνο να τον δουν.
Άρπαξε το ακουστικό. Το τρέμουλο στα χέρια του έγινε πιο έντονο.
«Έλα! Δεν μου απαντάει αυτός ο …Πέτρος.» φώναξε επιτακτικά.
«Ποιός Πέτρος; Πού είσαι;» ρώτησε ο άντρας από την άλλη πλευρά της γραμμής.
«Για τη δουλειά.» είπε κοφτά. «Γρήγορα, πέσμου…τι να κάνω;»
«Μα πώς ξέρεις πως τον λένε Πέτρο; Εγώ δεν ξέρω το όνομά του!»
Αλήθεια ήταν. Τόσο καιρό που επικοινωνούσαν, κανείς δεν τον είχε δει ποτέ, κανείς δεν ήξερε το όνομά του, δεν τους είχε δώσει καμία πληροφορία. Ήταν «φάντασμα». Μέχρι το τελευταίο τηλεφώνημα. Που έπρεπε να γίνει εκείνη τη στιγμή, σ΄εκείνο το νούμερο. Χωρίς φυσικά άλλες πληροφορίες.
«Δε με νοιάζει πώς διάολο τον λένε ρε Στράτο! Αλλά τον παίρνω και δεν το σηκώνει.»
«Τι να σου πω; Εγώ το μόνο που ξέρω ήταν ότι εκείνος με είχε πάρει τηλέφωνο. Σ εσένα είχε δώσει ένα νούμερο. Τι έπαθες;»
«Τι έπαθα;» Ήταν έτοιμος να του τα πει όλα, μα αμέσως σκέφτηκε πως δε θα ήταν συνετό να δίνει πληροφορίες από το τηλέφωνο για μια τέτοια είδους δουλειά.
Έκλεισε απότομα το τηλέφωνο και έτρεξε πίσω στο αυτοκίνητο.
Ο τρίτος της παρέας είχε φύγει. Η κοπέλα με το νεαρό αγόρι είχαν κιόλας ανέβει στο σκούτερ.
«Είναι παιδιά ρε γαμώτο! Είναι παιδιά!» φώναξε. « Τι πάμε να κάνουμε;»
Ασυναίσθητα γύρισε το κλειδί στη μίζα και το αυτοκίνητο ξεκίνησε, αργά, αφήνοντας το σκούτερ να προπορεύεται λίγα μέτρα. Το είχε αποφασίσει. Δεν θα τους έκανε τίποτα. Θα έφευγε. Ένα καλό μεροκάματο ήθελε. Όχι να χτυπήσει παιδιά.
***********************************************************************
«Μαμά, πού είναι ο παράδεισος;» ρώτησε η μικρή Μαρίνα, χαζεύοντας με τα ματάκια της γουρλωμένα τα λιγοστά σύννεφα που έντυναν τον ουρανό, από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.
«Πώς το σκέφτηκες αυτό μικρή μου;» ρώτησε η Ζωή γελώντας και το μυαλό της ταξίδεψε.
Ταξίδεψε στις μέρες που ήταν παιδί, ξέγνοιαστο, ανέμελο, τότε που η μόνη της έγνοια ήταν το παιχνίδι και το μεγαλύτερό της άγχος πότε θα βγει να παίξει με τους φίλους της.
Κι ύστερα… μεγάλωσε. Κι η παιδική της ανεμελιά χάθηκε μέσα σε λίγους μήνες… Κι ήρθαν μέρες που ξυπνούσε το πρωί και «δεν ήταν καλά» χωρίς να ξέρει γιατί. Κι ύστερα ήρθαν τα προβλήματα, τ’ αληθινά κι οι έγνοιες εκείνες που δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς το βράδυ… Κι οι έρωτες…
Όχι, όχι, ο έρωτας υποτίθεται πως ήταν η «ευτυχία» στην ενήλικη ζωή της, η χαρά κι η αισιοδοξία. Πώς είχε καταφέρει λοιπόν να γίνει γι’ αυτήν φόβος, αγωνία και δυστυχία;
«Η γιαγιά του Κωστάκη πήγε στον παράδεισο και ο Κωστάκης δεν ήρθε στο σχολείο την Παρασκευή. Θα μου πεις πού είναι;»
«Μμμ… Λοιπόν μικρή μου, ο παράδεισος μπορεί να είναι σε πολλά μέρη.»
Η μικρή Μαρίνα πήρε μια έκφραση που έδειχνε να μπερδεύτηκε.
«Ο παράδεισος είναι ένα μέρος, που όταν είμαστε εκεί νιώθουμε πολύ χαρούμενοι!»
«Εγώ όταν πηγαίνουμε να δούμε τη γιαγιά και το Θωμά νιώθω πολύ χαρούμενη!» φώναξε γελώντας η Μαρίνα. «Δηλαδή ο παράδεισος είναι το σπίτι της γιαγιάς;»
«Ναι, ο δικός σου παράδεισος μπορεί να είναι το σπίτι της γιαγιάς.»
«Δηλαδή ο καθένας έχει το δικό του παράδεισο;»
«…Ναι.»
«Και ο δικός σου παράδεισος πού είναι μανούλα;»
« Ο δικός μου είσαι εσύ αγάπη μου!» είπε η Ζωή με τη σκέψη ακόμα να ταξιδεύει σε μέρες της ζωής της περασμένες. Τότε, που ήταν πραγματικά χαρούμενη, πραγματικά ευτυχισμένη.
Στον Έκτορα, όπως τον είχε αγαπήσει κι όπως τον είχε ζήσει τα πρώτα χρόνια της σχέσης τους. Τότε που κανένα σύννεφο, καμιά συκοφαντία και καμιά κακοήθεια δεν μπορούσε να τους βλάψει.
Η μικρή μ’ αυτή της την απάντηση είχε μπερδευτεί ακόμη περισσότερο.
«Και πώς καταλαβαίνουμε πού είναι ο παράδεισός μας μαμά;» Ρώτησε για ακόμη μια φορά η Μαρίνα προσπαθώντας να καταλάβει λίγο περισσότερο τι εννοούσε η μητέρα της.
Η Ζωή κοιτούσε μπροστά το δρόμο κι η μικρή στο πίσω κάθισμα δεν είχε δει τα μάτια της μητέρας της που είχαν βουρκώσει.
«Δυστυχώς μωρό μου, καταλαβαίνουμε πού είναι μόνο αφού έχουμε φύγει από ‘κει…»
«Φτάσαμε!» φώναξε χαρούμενα η Μαρίνα.
Ναι, την άκουγε πεντακάθαρα. Την άκουγε που ούρλιαζε ασφυκτιώντας μέσα του γι’ αυτό που πήγαινε να κάνει. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί… Πώς είχε αφήσει τον εαυτό του να μπλέξει έτσι; Τι δουλειά είχε εκεί πέρα; Η ανάγκη, τι άλλο;
Όμως ο σκοπός… ο σκοπός του, ναι, ήταν ιερός. Μπορεί όχι για τον καθένα, μα για ‘κείνον ήταν.
Ο σκοπός. Ναι, ναι, ο σκοπός ! Εκεί έπρεπε να εστιάσει. Κι αυτά που θα διαδραματίζονταν σε λίγα λεπτά, αυτά που ο ίδιος θα προκαλούσε, θα ‘πρεπε να τα ξεχάσει, να τ’ αφήσει πίσω, έξω απ’ την άκρη του μυαλού… κι ακόμη παραπέρα.
Όχι, δε θα ‘ταν ο εαυτός του για τα επόμενα λίγα λεπτά. Θα ‘ταν κάποιος άλλος. Κάποιος ξένος, χωρίς ψυχή, χωρίς συνείδηση, χωρίς αισθήματα, χωρίς ντροπή, χωρίς…χωρίς τίποτα…
Ο Σκοπός. Μονάχα ο σκοπός! Εκεί έπρεπε να εστιάσει. Πουθενά αλλού.
Τις σκέψεις του διέκοψε η σιδερένια καγκελόπορτα που άνοιξε απότομα λίγα μέτρα μπροστά. Πετάχτηκε από το κάθισμά του. Τρία νέα παιδιά έβγαιναν γελαστά και χαρούμενα…
«Νάτα. Αλλά είναι τρία τα παιδιά» είπε από μέσα του και το στομάχι του σφίχτηκε. Που στο διάολο είχε μπλέξει; Και αυτός ο …Πέτρος; Γιατί τούκλεινε το τηλέφωνο;
Δύο αγόρια, το ένα γύρω στα 25 και το άλλο κάπου στα 13 κι ένα κορίτσι. Ένα όμορφο κορίτσι, μια γυναίκα γύρω στα 27. Στάθηκαν για λίγο έξω από την είσοδο του σπιτιού , είπαν δυο κουβέντες , δίπλα σ’ ένα σκούτερ, που ήταν παρκαρισμένο στην άκρη του πεζοδρομίου.
Ο άνθρωπος στο κόκκινο αυτοκίνητο δεν ήξερε τι να κάνει. Έπρεπε να τηλεφωνήσει πάλι. Πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο. Έτρεξε στον τηλεφωνικό θάλαμο που ήταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου, καμιά πενηνταριά μέτρα μακρύτερα, με κίνδυνο να τον δουν.
Άρπαξε το ακουστικό. Το τρέμουλο στα χέρια του έγινε πιο έντονο.
«Έλα! Δεν μου απαντάει αυτός ο …Πέτρος.» φώναξε επιτακτικά.
«Ποιός Πέτρος; Πού είσαι;» ρώτησε ο άντρας από την άλλη πλευρά της γραμμής.
«Για τη δουλειά.» είπε κοφτά. «Γρήγορα, πέσμου…τι να κάνω;»
«Μα πώς ξέρεις πως τον λένε Πέτρο; Εγώ δεν ξέρω το όνομά του!»
Αλήθεια ήταν. Τόσο καιρό που επικοινωνούσαν, κανείς δεν τον είχε δει ποτέ, κανείς δεν ήξερε το όνομά του, δεν τους είχε δώσει καμία πληροφορία. Ήταν «φάντασμα». Μέχρι το τελευταίο τηλεφώνημα. Που έπρεπε να γίνει εκείνη τη στιγμή, σ΄εκείνο το νούμερο. Χωρίς φυσικά άλλες πληροφορίες.
«Δε με νοιάζει πώς διάολο τον λένε ρε Στράτο! Αλλά τον παίρνω και δεν το σηκώνει.»
«Τι να σου πω; Εγώ το μόνο που ξέρω ήταν ότι εκείνος με είχε πάρει τηλέφωνο. Σ εσένα είχε δώσει ένα νούμερο. Τι έπαθες;»
«Τι έπαθα;» Ήταν έτοιμος να του τα πει όλα, μα αμέσως σκέφτηκε πως δε θα ήταν συνετό να δίνει πληροφορίες από το τηλέφωνο για μια τέτοια είδους δουλειά.
Έκλεισε απότομα το τηλέφωνο και έτρεξε πίσω στο αυτοκίνητο.
Ο τρίτος της παρέας είχε φύγει. Η κοπέλα με το νεαρό αγόρι είχαν κιόλας ανέβει στο σκούτερ.
«Είναι παιδιά ρε γαμώτο! Είναι παιδιά!» φώναξε. « Τι πάμε να κάνουμε;»
Ασυναίσθητα γύρισε το κλειδί στη μίζα και το αυτοκίνητο ξεκίνησε, αργά, αφήνοντας το σκούτερ να προπορεύεται λίγα μέτρα. Το είχε αποφασίσει. Δεν θα τους έκανε τίποτα. Θα έφευγε. Ένα καλό μεροκάματο ήθελε. Όχι να χτυπήσει παιδιά.
***********************************************************************
«Μαμά, πού είναι ο παράδεισος;» ρώτησε η μικρή Μαρίνα, χαζεύοντας με τα ματάκια της γουρλωμένα τα λιγοστά σύννεφα που έντυναν τον ουρανό, από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.
«Πώς το σκέφτηκες αυτό μικρή μου;» ρώτησε η Ζωή γελώντας και το μυαλό της ταξίδεψε.
Ταξίδεψε στις μέρες που ήταν παιδί, ξέγνοιαστο, ανέμελο, τότε που η μόνη της έγνοια ήταν το παιχνίδι και το μεγαλύτερό της άγχος πότε θα βγει να παίξει με τους φίλους της.
Κι ύστερα… μεγάλωσε. Κι η παιδική της ανεμελιά χάθηκε μέσα σε λίγους μήνες… Κι ήρθαν μέρες που ξυπνούσε το πρωί και «δεν ήταν καλά» χωρίς να ξέρει γιατί. Κι ύστερα ήρθαν τα προβλήματα, τ’ αληθινά κι οι έγνοιες εκείνες που δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς το βράδυ… Κι οι έρωτες…
Όχι, όχι, ο έρωτας υποτίθεται πως ήταν η «ευτυχία» στην ενήλικη ζωή της, η χαρά κι η αισιοδοξία. Πώς είχε καταφέρει λοιπόν να γίνει γι’ αυτήν φόβος, αγωνία και δυστυχία;
«Η γιαγιά του Κωστάκη πήγε στον παράδεισο και ο Κωστάκης δεν ήρθε στο σχολείο την Παρασκευή. Θα μου πεις πού είναι;»
«Μμμ… Λοιπόν μικρή μου, ο παράδεισος μπορεί να είναι σε πολλά μέρη.»
Η μικρή Μαρίνα πήρε μια έκφραση που έδειχνε να μπερδεύτηκε.
«Ο παράδεισος είναι ένα μέρος, που όταν είμαστε εκεί νιώθουμε πολύ χαρούμενοι!»
«Εγώ όταν πηγαίνουμε να δούμε τη γιαγιά και το Θωμά νιώθω πολύ χαρούμενη!» φώναξε γελώντας η Μαρίνα. «Δηλαδή ο παράδεισος είναι το σπίτι της γιαγιάς;»
«Ναι, ο δικός σου παράδεισος μπορεί να είναι το σπίτι της γιαγιάς.»
«Δηλαδή ο καθένας έχει το δικό του παράδεισο;»
«…Ναι.»
«Και ο δικός σου παράδεισος πού είναι μανούλα;»
« Ο δικός μου είσαι εσύ αγάπη μου!» είπε η Ζωή με τη σκέψη ακόμα να ταξιδεύει σε μέρες της ζωής της περασμένες. Τότε, που ήταν πραγματικά χαρούμενη, πραγματικά ευτυχισμένη.
Στον Έκτορα, όπως τον είχε αγαπήσει κι όπως τον είχε ζήσει τα πρώτα χρόνια της σχέσης τους. Τότε που κανένα σύννεφο, καμιά συκοφαντία και καμιά κακοήθεια δεν μπορούσε να τους βλάψει.
Η μικρή μ’ αυτή της την απάντηση είχε μπερδευτεί ακόμη περισσότερο.
«Και πώς καταλαβαίνουμε πού είναι ο παράδεισός μας μαμά;» Ρώτησε για ακόμη μια φορά η Μαρίνα προσπαθώντας να καταλάβει λίγο περισσότερο τι εννοούσε η μητέρα της.
Η Ζωή κοιτούσε μπροστά το δρόμο κι η μικρή στο πίσω κάθισμα δεν είχε δει τα μάτια της μητέρας της που είχαν βουρκώσει.
«Δυστυχώς μωρό μου, καταλαβαίνουμε πού είναι μόνο αφού έχουμε φύγει από ‘κει…»
«Φτάσαμε!» φώναξε χαρούμενα η Μαρίνα.
Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009
"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 16ο - To παρελθόν του Έκτορα
Ο Έκτορας,(Εσρά, όπως πραγματικά τον έλεγαν) , ήταν το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά μιας από τις φτωχιές οικογένειες στην Αλβανία. Οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί του είχαν από χρόνια φύγει μακριά, να γλυτώσουν από τη φτώχια και την καταπίεση του καθεστώτος. Ο πατέρας του φρόντισε από νωρίς να κάνει διασυνδέσεις με ανθρώπους της κυβέρνησης κι έτσι κατάφερε να έχει εξασφαλισμένη μια θέση με λίγα αλλά σίγουρα λεφτά. Οι τρεις γιοί του ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι τη σχέση του πατέρα τους με την – ας πούμε- εξουσία κι αρνήθηκαν να ακολουθήσουν το δρόμο του.
Μονάχα ο Εσρά, για το χατίρι της μητέρας του είχε αποφασίσει να παίξει για λίγο προς όφελός του το χαρτί αυτό, των διασυνδέσεων κι έτσι βρέθηκε να σπουδάζει οικονομικά στο πανεπιστήμιο. Δεν είχε βέβαια σκοπό να μείνει για πάντα στην Αλβανία. Για ποιο λόγο;
Τα δυο μεγαλύτερά του αδέρφια, ο Αριάν και ο Λίκα είχαν φύγει από τη χώρα την ίδια νύχτα, πριν ακόμα ανοίξουν τα σύνορα. Ο Αριάν είχε βρει δουλειά στην Ιταλία, στις μεταφορές με φορτηγά κι ο Λίκα είχε ακολουθήσει έναν φίλο του στην Τουρκία. Πριν φύγουν η μάνα τους μάζεψε και τα τέσσερα παιδιά της και τα’ βαλε να της υποσχεθούν πως ό,τι και να γίνει, όπου κι αν βρίσκονται να μείνουν για πάντα ενωμένα. Ύστερα αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί και τα δύο αδέρφια πήραν ο καθένας το δρόμο του, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.
Ο πατέρας δεν ήταν καθόλου σύμφωνος με την απόφαση των παιδιών του να ξενιτευτούν. Θύμα κατά ένα μέρος της προπαγάνδας, θεωρούσε πως ο κόσμος βρισκόταν μέσα από τα σύνορα της Αλβανίας, ενώ έξω η ζωή θα ήταν για εκείνους πιο δύσκολη κι επικίνδυνη.
Οι κίνδυνοι αν κάποιος τους έπιανε στην προσπάθειά τους να το σκάσουν ήταν μεγάλοι και κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο ολόκληρη την οικογένεια. Για λίγο προσπάθησε να τους μεταπείσει, θυμίζοντάς τους για ακόμη μια φορά τις γνωριμίες που είχε αποκτήσει με τον καιρό μέσα στην κυβέρνηση. «Κανείς σας δε θα πάει χαμένος, ακούστε με!» τους έλεγε και τους ξαναέλεγε εθελοτυφλώντας για τη φτώχια και τις δυσκολίες μέσα στις οποίες ζούσε η οικογένεια. Δεν έβλεπε πως τόσα και τόσα χρόνια ούτε η οικογένειά του, αλλά ούτε κι ο ίδιος προσωπικά είχαν δει κάποιο όφελος.
Τις επόμενες μέρες, γνωρίζοντας πως η φυγή των παιδιών του θα γινόταν αντιληπτή και φοβούμενος για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που είχαν μείνει πίσω, έτρεξε αμέσως να τους «αποκληρώσει», τυπικά και «ουσιαστικά», τουλάχιστον για τον κόσμο. Όπου και να βρισκόταν μίλαγε για τους δυο αγαπημένους του γιούς με τα χειρότερα λόγια. Στην πλατεία, στο καφενείο, στους γείτονες, στη δουλειά, τονίζοντας πόσες πίκρες του είχαν μοιράσει τα «βρωμόπαιδα» και «καλύτερα να πέθαιναν παρά τέτοια ντροπή που τους είχαν δώσει». Μονάχα όταν οι πόρτες του σπιτιού κλείδωναν, τότε μόνο έβγαζε την αληθινή του ανησυχία και την αγάπη που ποτέ δεν έπαψε να νιώθει για τα παιδιά του.
Να τα ‘χαν άραγε καταφέρει; Να ‘χαν φτάσει άραγε εκεί που είχε σκοπό ο καθένας; Όλες αυτές οι σκέψεις βασάνιζαν κάθε νύχτα εκείνον και τη γυναίκα του και δε θα έβρισκαν ησυχία αν δε μάθαιναν κάποτε πως τα δυο παιδιά τους ήταν καλά. Μόνο αυτό ήθελαν να ξέρουν. Τίποτα άλλο.
Αφού τους δύο μεγαλύτερους γιούς του είχε αποτύχει να τους κρατήσει κοντά του, ήθελε τουλάχιστον να καταφέρει το μικρό πάση θυσία να μη φύγει. Έτσι, έβαλε μπροστά όσες γνωριμίες είχε αποκτήσει για να τον στείλει να σπουδάσει.
Στο μεταξύ, τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του Εσρά έστηναν σιγά σιγά τις νέες τους ζωές στους τόπους που είχαν ο καθένας επιλέξει. Έπιασαν γρήγορα δουλειά, στην αρχή με λιγοστά χρήματα, μα που, όπως και να ‘χε ήταν πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσαν να έχουν δουλεύοντας στην Αλβανία. Κι ο καιρός περνούσε κι εκείνοι όλο και πρόκοβαν στις νέες τους ζωές, δύσκολα μα γνωρίζονταν πως οι κόποι τους κάποτε θα ανταμείβονταν. Και κάθε βράδυ πριν κοιμηθούν το μυαλό τους ταξίδευε στη μακρινή τους πατρίδα, στην οικογένειά τους, τη μάνα, το πατέρα τους, που παρά τις «ιδέες» του ήταν άνθρωπος καλός, τίμιος και το μόνο που ήθελε ήταν το καλό τους, στον Εσρά και τη μικρή τους αδερφή, την Τίλα.
Κάποτε στο πανεπιστήμιο όπου φοιτούσε ο Εσρά, ήρθε για επίσκεψη μια ομάδα φοιτητών από την Ιταλία. Οι συμφοιτητές τους γεμάτοι απορία προσπαθούσαν να περιεργαστούν τους συνομήλικούς τους Ιταλούς. Όλη τη μέρα, όποιος τους πετύχαινε σε κάποιο διάδρομο τους λοξοκοιτούσε κρυφά, δίχως να τολμά να τους πει μια λέξη. Μια πρόταση, ένας χαιρετισμός θα μπορούσε να είναι επικίνδυνος.
Ο Εσρά, μπαίνοντας στο χώρο του φαγητού τους παρατήρησε με την άκρη του ματιού του, να κάθονται σ’ ένα τραπέζι. Ήταν καμιά δωδεκαριά άτομα, όλοι τους νέα παιδιά, όπως αυτοί. Ξαφνικά ο ένας από αυτούς σηκώθηκε κι ήρθε προς το μέρος του Εσρά, να γεμίσει το ποτήρι του με νερό.
«Εσρά…!» του ψιθύρισε.
Ο Εσρά τα ‘χασε. Τα χέρια του πάγωσαν. Το βλήμα του έμεινε ακλόνητο, στραμμένο προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που στεκόταν ο Ιταλός φοιτητής.
«Ο Αριάν μου είπε να σου πω πως είναι καλά, κι αυτός κι ο Λίκα. Δουλεύει στη μεγαλύτερη εταιρεία διεθνών μεταφορών. Πάει συνέχεια Γαλλία και Γερμανία. Κι άμα ποτέ τ’ αποφασίσεις θα σε περιμένει. Έχει δουλειά καλά στημένη» συνέχισε ψιθυριστά ο άγνωστος νέος.
Ο Εσρά δεν ήξερε τι να σκεφτεί! Πριν προλάβει να αντιδράσει ο νέος με μια γρήγορη κίνηση του βαλε κάτι στην τσέπη και επέστρεψε στο τραπέζι του. Κοίταξε τριγύρω σαστισμένος, φοβούμενος μήπως κάποιος τους είχε πάρει χαμπάρι, αλλά ευτυχώς απ’ ότι φαινόταν κανείς δεν είχε πάρει είδηση.
Πέρασε την υπόλοιπη μέρα του στο πανεπιστήμιο, προσποιούμενος πως τίποτα δεν είχε συμβεί, μέχρι που ήρθε η ώρα να επιστρέψει σπίτι. Μπήκε μέσα, βεβαιώνοντας πως είχε κλείσει καλά την πόρτα μπαίνοντας, κι έτρεξε και κλειδαμπαρώθηκε στο δωμάτιό του. Όλη τη μέρα, μετά το συμβάν στο φαγητό, ψαχούλευε με τα δάχτυλα του μέσα στην τσέπη το μικρό χαρτάκι που του ‘χε δώσει ο Ιταλός φοιτητής. Το ‘χε ανάγκη, το ‘θελε να το δει αυτό το χαρτάκι μόνος του, πρώτος απ’ όλους. Η καρδιά του κόντευε να σπάσει από την αγωνία. Τα δάχτυλα του τρύπωσαν στη μικρή του τσέπη, έπιασαν απαλά το χαρτάκι και το τράβηξαν έξω με προσοχή. Φαινόταν πως κάποιος το ‘χε κόψει από μια μεγαλύτερη σελίδα τετραδίου. Πάνω του δυο νούμερα, μάλλον τηλεφώνου και δυο ονόματα. «Αριάν» και «Λίκα».
Εκείνη ήταν και η στιγμή που ο Εσρά αποφάσισε πια για τα καλά πως δεν είχε πια λόγο να μένει άλλο στην Αλβανία. Σε λίγους μήνες, που θα τέλειωνε τις σπουδές του και θα ‘παιρνε το πτυχίο του, θα έφευγε κι εκείνος, όπως είχαν κάνει τα αδέρφια του.
«Εσρά!» Άκουσε μια γνώριμη φωνή έξω από το δωμάτιο να τον καλεί.
«Είσαι καλά παιδί μου; Μήπως είσαι άρρωστος;» Ο Εσρά άνοιξε την πόρτα μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.
«Τ’ αδέρφια μου μάνα! Τ’ αδέρφια μου είναι καλά!» φώναξε χαρούμενος. Ύστερα μάζεψε όλη την οικογένεια στην κουζίνα και τους διηγήθηκε όσα είχαν συμβεί στο πανεπιστήμιο εκείνη τη μέρα. Κι η διήγηση τέλειωσε με μια ανακοίνωση.
«Θα φύγω κι εγώ! Το αποφάσισα», είπε και κανείς δε μίλησε.
Λίγο καιρό μετά ο Εσρά πήρε το πτυχίο του, τα σύνορα άνοιξαν κι όλα έγιναν πιο εύκολα για εκείνον. Και το Νοέμβρη του 1991, αποχαιρέτησε τους γονείς και την αδερφή του κι έφυγε μαζί με ένα φίλο του για την Αθήνα.
Μονάχα ο Εσρά, για το χατίρι της μητέρας του είχε αποφασίσει να παίξει για λίγο προς όφελός του το χαρτί αυτό, των διασυνδέσεων κι έτσι βρέθηκε να σπουδάζει οικονομικά στο πανεπιστήμιο. Δεν είχε βέβαια σκοπό να μείνει για πάντα στην Αλβανία. Για ποιο λόγο;
Τα δυο μεγαλύτερά του αδέρφια, ο Αριάν και ο Λίκα είχαν φύγει από τη χώρα την ίδια νύχτα, πριν ακόμα ανοίξουν τα σύνορα. Ο Αριάν είχε βρει δουλειά στην Ιταλία, στις μεταφορές με φορτηγά κι ο Λίκα είχε ακολουθήσει έναν φίλο του στην Τουρκία. Πριν φύγουν η μάνα τους μάζεψε και τα τέσσερα παιδιά της και τα’ βαλε να της υποσχεθούν πως ό,τι και να γίνει, όπου κι αν βρίσκονται να μείνουν για πάντα ενωμένα. Ύστερα αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί και τα δύο αδέρφια πήραν ο καθένας το δρόμο του, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.
Ο πατέρας δεν ήταν καθόλου σύμφωνος με την απόφαση των παιδιών του να ξενιτευτούν. Θύμα κατά ένα μέρος της προπαγάνδας, θεωρούσε πως ο κόσμος βρισκόταν μέσα από τα σύνορα της Αλβανίας, ενώ έξω η ζωή θα ήταν για εκείνους πιο δύσκολη κι επικίνδυνη.
Οι κίνδυνοι αν κάποιος τους έπιανε στην προσπάθειά τους να το σκάσουν ήταν μεγάλοι και κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο ολόκληρη την οικογένεια. Για λίγο προσπάθησε να τους μεταπείσει, θυμίζοντάς τους για ακόμη μια φορά τις γνωριμίες που είχε αποκτήσει με τον καιρό μέσα στην κυβέρνηση. «Κανείς σας δε θα πάει χαμένος, ακούστε με!» τους έλεγε και τους ξαναέλεγε εθελοτυφλώντας για τη φτώχια και τις δυσκολίες μέσα στις οποίες ζούσε η οικογένεια. Δεν έβλεπε πως τόσα και τόσα χρόνια ούτε η οικογένειά του, αλλά ούτε κι ο ίδιος προσωπικά είχαν δει κάποιο όφελος.
Τις επόμενες μέρες, γνωρίζοντας πως η φυγή των παιδιών του θα γινόταν αντιληπτή και φοβούμενος για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που είχαν μείνει πίσω, έτρεξε αμέσως να τους «αποκληρώσει», τυπικά και «ουσιαστικά», τουλάχιστον για τον κόσμο. Όπου και να βρισκόταν μίλαγε για τους δυο αγαπημένους του γιούς με τα χειρότερα λόγια. Στην πλατεία, στο καφενείο, στους γείτονες, στη δουλειά, τονίζοντας πόσες πίκρες του είχαν μοιράσει τα «βρωμόπαιδα» και «καλύτερα να πέθαιναν παρά τέτοια ντροπή που τους είχαν δώσει». Μονάχα όταν οι πόρτες του σπιτιού κλείδωναν, τότε μόνο έβγαζε την αληθινή του ανησυχία και την αγάπη που ποτέ δεν έπαψε να νιώθει για τα παιδιά του.
Να τα ‘χαν άραγε καταφέρει; Να ‘χαν φτάσει άραγε εκεί που είχε σκοπό ο καθένας; Όλες αυτές οι σκέψεις βασάνιζαν κάθε νύχτα εκείνον και τη γυναίκα του και δε θα έβρισκαν ησυχία αν δε μάθαιναν κάποτε πως τα δυο παιδιά τους ήταν καλά. Μόνο αυτό ήθελαν να ξέρουν. Τίποτα άλλο.
Αφού τους δύο μεγαλύτερους γιούς του είχε αποτύχει να τους κρατήσει κοντά του, ήθελε τουλάχιστον να καταφέρει το μικρό πάση θυσία να μη φύγει. Έτσι, έβαλε μπροστά όσες γνωριμίες είχε αποκτήσει για να τον στείλει να σπουδάσει.
Στο μεταξύ, τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του Εσρά έστηναν σιγά σιγά τις νέες τους ζωές στους τόπους που είχαν ο καθένας επιλέξει. Έπιασαν γρήγορα δουλειά, στην αρχή με λιγοστά χρήματα, μα που, όπως και να ‘χε ήταν πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσαν να έχουν δουλεύοντας στην Αλβανία. Κι ο καιρός περνούσε κι εκείνοι όλο και πρόκοβαν στις νέες τους ζωές, δύσκολα μα γνωρίζονταν πως οι κόποι τους κάποτε θα ανταμείβονταν. Και κάθε βράδυ πριν κοιμηθούν το μυαλό τους ταξίδευε στη μακρινή τους πατρίδα, στην οικογένειά τους, τη μάνα, το πατέρα τους, που παρά τις «ιδέες» του ήταν άνθρωπος καλός, τίμιος και το μόνο που ήθελε ήταν το καλό τους, στον Εσρά και τη μικρή τους αδερφή, την Τίλα.
Κάποτε στο πανεπιστήμιο όπου φοιτούσε ο Εσρά, ήρθε για επίσκεψη μια ομάδα φοιτητών από την Ιταλία. Οι συμφοιτητές τους γεμάτοι απορία προσπαθούσαν να περιεργαστούν τους συνομήλικούς τους Ιταλούς. Όλη τη μέρα, όποιος τους πετύχαινε σε κάποιο διάδρομο τους λοξοκοιτούσε κρυφά, δίχως να τολμά να τους πει μια λέξη. Μια πρόταση, ένας χαιρετισμός θα μπορούσε να είναι επικίνδυνος.
Ο Εσρά, μπαίνοντας στο χώρο του φαγητού τους παρατήρησε με την άκρη του ματιού του, να κάθονται σ’ ένα τραπέζι. Ήταν καμιά δωδεκαριά άτομα, όλοι τους νέα παιδιά, όπως αυτοί. Ξαφνικά ο ένας από αυτούς σηκώθηκε κι ήρθε προς το μέρος του Εσρά, να γεμίσει το ποτήρι του με νερό.
«Εσρά…!» του ψιθύρισε.
Ο Εσρά τα ‘χασε. Τα χέρια του πάγωσαν. Το βλήμα του έμεινε ακλόνητο, στραμμένο προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που στεκόταν ο Ιταλός φοιτητής.
«Ο Αριάν μου είπε να σου πω πως είναι καλά, κι αυτός κι ο Λίκα. Δουλεύει στη μεγαλύτερη εταιρεία διεθνών μεταφορών. Πάει συνέχεια Γαλλία και Γερμανία. Κι άμα ποτέ τ’ αποφασίσεις θα σε περιμένει. Έχει δουλειά καλά στημένη» συνέχισε ψιθυριστά ο άγνωστος νέος.
Ο Εσρά δεν ήξερε τι να σκεφτεί! Πριν προλάβει να αντιδράσει ο νέος με μια γρήγορη κίνηση του βαλε κάτι στην τσέπη και επέστρεψε στο τραπέζι του. Κοίταξε τριγύρω σαστισμένος, φοβούμενος μήπως κάποιος τους είχε πάρει χαμπάρι, αλλά ευτυχώς απ’ ότι φαινόταν κανείς δεν είχε πάρει είδηση.
Πέρασε την υπόλοιπη μέρα του στο πανεπιστήμιο, προσποιούμενος πως τίποτα δεν είχε συμβεί, μέχρι που ήρθε η ώρα να επιστρέψει σπίτι. Μπήκε μέσα, βεβαιώνοντας πως είχε κλείσει καλά την πόρτα μπαίνοντας, κι έτρεξε και κλειδαμπαρώθηκε στο δωμάτιό του. Όλη τη μέρα, μετά το συμβάν στο φαγητό, ψαχούλευε με τα δάχτυλα του μέσα στην τσέπη το μικρό χαρτάκι που του ‘χε δώσει ο Ιταλός φοιτητής. Το ‘χε ανάγκη, το ‘θελε να το δει αυτό το χαρτάκι μόνος του, πρώτος απ’ όλους. Η καρδιά του κόντευε να σπάσει από την αγωνία. Τα δάχτυλα του τρύπωσαν στη μικρή του τσέπη, έπιασαν απαλά το χαρτάκι και το τράβηξαν έξω με προσοχή. Φαινόταν πως κάποιος το ‘χε κόψει από μια μεγαλύτερη σελίδα τετραδίου. Πάνω του δυο νούμερα, μάλλον τηλεφώνου και δυο ονόματα. «Αριάν» και «Λίκα».
Εκείνη ήταν και η στιγμή που ο Εσρά αποφάσισε πια για τα καλά πως δεν είχε πια λόγο να μένει άλλο στην Αλβανία. Σε λίγους μήνες, που θα τέλειωνε τις σπουδές του και θα ‘παιρνε το πτυχίο του, θα έφευγε κι εκείνος, όπως είχαν κάνει τα αδέρφια του.
«Εσρά!» Άκουσε μια γνώριμη φωνή έξω από το δωμάτιο να τον καλεί.
«Είσαι καλά παιδί μου; Μήπως είσαι άρρωστος;» Ο Εσρά άνοιξε την πόρτα μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.
«Τ’ αδέρφια μου μάνα! Τ’ αδέρφια μου είναι καλά!» φώναξε χαρούμενος. Ύστερα μάζεψε όλη την οικογένεια στην κουζίνα και τους διηγήθηκε όσα είχαν συμβεί στο πανεπιστήμιο εκείνη τη μέρα. Κι η διήγηση τέλειωσε με μια ανακοίνωση.
«Θα φύγω κι εγώ! Το αποφάσισα», είπε και κανείς δε μίλησε.
Λίγο καιρό μετά ο Εσρά πήρε το πτυχίο του, τα σύνορα άνοιξαν κι όλα έγιναν πιο εύκολα για εκείνον. Και το Νοέμβρη του 1991, αποχαιρέτησε τους γονείς και την αδερφή του κι έφυγε μαζί με ένα φίλο του για την Αθήνα.
Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009
"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 15ο - Η "φιλική σχέση" του Πέτρου με τη Ζωή
«Εγώ είμαι… Σε λίγο να είσαι εκεί που συμφωνήσαμε» είπε ψιθυριστά μια αντρική φωνή.
«Μάλιστα…», ψέλλισε μια τρεμάμενη, επίσης αντρική φωνή, από την άλλη μεριά του ακουστικού.
«Τα χρήματα έχουν μπει ήδη στο λογαριασμό σου. Όσα συμφωνήσαμε, κι αν γίνει η δουλειά όπως είπαμε, θα έχεις και μπόνους».
«Εντάξει…»
«Σε λίγη ώρα, θα δεις δυο άτομα να βγαίνουν από το σπίτι και να ανεβαίνουν σε ένα σκούτερ. Να είσαι έτοιμος .Και μόλις μπορέσεις, πέφτεις επάνω τους. Πρόσεξε. Ζημιά να τους κάνεις, όχι να τους σκοτώσεις…»
« Μα τι μου λέτε; Άλλα μου είχατε πει».
Ο άνθρωπος που ήταν μέσα στον τηλεφωνικό θάλαμο είχε προφανώς ερωτηματικά. Κάτι είχε συμφωνήσει να κάνει αλλά αυτά που άκουγε τώρα ήταν διαφορετικά. Ήθελε απαντήσεις. Αλλά…
«Πέτρο!», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από το βάθος του ακουστικού κι αμέσως η γραμμή έκλεισε.
Ο άνθρωπος στον τηλεφωνικό θάλαμο έμεινε με το ακουστικό στο χέρι. Τι να κάνει τώρα; Τουλάχιστον είχε μάθει ότι τον «εργοδότη» του τον έλεγαν Πέτρο. Και το τηλέφωνο το είχε. Θα τον ξανάπαιρνε.
«Αχ, μιλούσες… Συγνώμη.» συνέχισε η γυναικεία φωνή.
« Όχι, όχι, τελείωσα Ζωή μου.»
«Συγγνώμη μωρέ που σε κρεμάω αλλά πρέπει να πάω το μικρό μια βολτίτσα με το σκούτερ.»
Εκείνο το διάστημα η Ζωή κι ο Πέτρος είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν κάποια παρέα. Ο Πέτρος τη γνώριζε βέβαια. Αλλά την είχε πλησιάσει, δήθεν τυχαία, για να μάθει περισσότερα για τον πατέρα της, να βρεθεί στο περιβάλλον του, να δει, να μάθει, να πλησιάσει στο στόχο του. Είχαν γίνει φίλοι και ο Πέτρος με πάθος για τη δημοσιογραφία, και κυρίως για να ξέρει τι γινόταν με τον υπουργό και τον διευθυντή του γραφείου του, είχε προσφερθεί να τη βοηθάει σε κάποια πράγματα. Γράφανε κάποια δελτία τύπου, τα διορθώνανε και μετά, ο Πέτρος τα τηλεφωνούσε στις εφημερίδες. Έμαθε να δουλεύει καλά τα φαξ και όταν ήταν στο γραφείο του μπαμπά της Ζωής, τα έστελνε από ‘κεί. Και δουλεύοντας, κατέστρωνε το σχέδιό του. Για να «χτυπήσει» τον υπουργό, ήταν σχεδόν αδύνατον. Για τον πατέρα , ήθελε χρόνο και σχέδιο. Αλλά το πρώτο «χτύπημα», μπορούσε άνετα να δοθεί στα παιδιά. Τι χρειαζόταν; Ένα – δυο Αλβανούς που για 3-4 χιλιάδες δραχμές πουλάγανε τη μάνα τους και την κατάλληλη στιγμή.
«Άντε Ζωή! Ετοιμάσου!!», φώναξε με ενθουσιασμό ο Θωμάς.
«Θωμά πες “γεια” στον Πέτρο!»
«Γεια σου Πέτρο! Και αντίο».
Ο Πέτρος γέλασε.
«Δεν πειράζει. Κατεβείτε εσείς να ετοιμαστείτε κι έρχομαι κι εγώ.»
Τον άφηνε συχνά τον Πέτρο στο σπίτι της η Ζωή για να τελειώσει πράγματα που δεν είχαν τελειώσει ακόμα. Του είχε εμπιστοσύνη. Τι θα έκανε; Θα τους …έκλεβε τα ασημικά; Αφού τη βοηθούσε.
Το τηλέφωνο χτύπησε. Ο Πέτρος άρπαξε το ακουστικό.
«Ναι» είπε
«Κύριε Πέτρο, γιατί κλείσατε το τηλέφωνο; Θέλω να ρωτήσω»
Ωχ. Ο Αλβανός είχε μάθει το όνομά του. Τι στο διάολο;
Έκλεισε το τηλέφωνο.
Έπρεπε να σκεφτεί.
«Ποιος ήταν;» φώναξε από την είσοδο η Ζωή.
«Λάθος νούμερο» απάντησε αυτόματα ο Πέτρος.
«Λοιπόν…κατεβαίνουμε»
Τι να κάνει; Να ξαναμιλήσει στον Αλβανό; Και να συνδεθεί πλέον άμεσα μαζί του; Αλλά αυτός άλλα ήξερε. Άλλο «στόχο» του είχε δώσει. Δεν έπρεπε να του εξηγήσει;
Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Αυτός θάταν. Άρπαξε το ακουστικό, το σήκωσε και το έκλεισε αμέσως.
«Θάρθεις ή να φύγουμε;» φώναξε η Ζωή βγαίνοντας απ΄ την πόρτα.
«Έρχομαι» είπε ο Πέτρος.
Θα κατέβαινε μαζί τους, θα τους ξεπροβόδιζε και μετά…θάβλεπε τι θάκανε.
Κλείνοντας τελευταίος την πόρτα, άκουσε το τηλέφωνο να χτυπάει.
Κατέβηκαν όλοι μαζί στην είσοδο, αντάλλαξαν δυο τελευταίες κουβέντες κι εκεί χωρίστηκαν.
«Καλή βόλτα! Και προσεκτικά.» είπε ο Πέτρος . Τα δυο αδέρφια ανέβηκαν στο σκούτερ και έφυγαν. Είχε πάρει να νυχτώνει.
Πόσο τον είχε τυφλώσει εκείνη η εκδίκηση; Τόσο πολύ που δεν τον άφηνε να δει καθαρά… Να καταλάβει πως η Ζωή κι ο Θωμάς ήταν κι εκείνοι θύματα, παιδιά ενός ανθρώπου που ήταν ικανός να φτάσει στα άκρα για το συμφέρον του... Να στήσει πλεκτάνες, σκάνδαλα, να υποπέσει σε παρανομίες, χωρίς να σκέφτεται πως εκείνοι οι άνθρωποι που κατέστρεψε είχαν οικογένεια… Είχαν παιδιά, που θα πλήρωναν πολύ ακριβά για χρόνια την απληστία του, αλλά και που θα μεγάλωναν κάποτε και θα ζητούσαν εκδίκηση…
Το τηλέφωνο στο σπίτι είχε σταματήσει να χτυπάει.
«Καλά ξεμπερδέματα» σκέφτηκε ο Πέτρος. Μπήκε στο αυτοκίνητό του κι έφυγε.
«Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει» σκεφτόταν. «Αλλά τι τόθελα και τούδωσα το κωλονούμερο;»
«Μάλιστα…», ψέλλισε μια τρεμάμενη, επίσης αντρική φωνή, από την άλλη μεριά του ακουστικού.
«Τα χρήματα έχουν μπει ήδη στο λογαριασμό σου. Όσα συμφωνήσαμε, κι αν γίνει η δουλειά όπως είπαμε, θα έχεις και μπόνους».
«Εντάξει…»
«Σε λίγη ώρα, θα δεις δυο άτομα να βγαίνουν από το σπίτι και να ανεβαίνουν σε ένα σκούτερ. Να είσαι έτοιμος .Και μόλις μπορέσεις, πέφτεις επάνω τους. Πρόσεξε. Ζημιά να τους κάνεις, όχι να τους σκοτώσεις…»
« Μα τι μου λέτε; Άλλα μου είχατε πει».
Ο άνθρωπος που ήταν μέσα στον τηλεφωνικό θάλαμο είχε προφανώς ερωτηματικά. Κάτι είχε συμφωνήσει να κάνει αλλά αυτά που άκουγε τώρα ήταν διαφορετικά. Ήθελε απαντήσεις. Αλλά…
«Πέτρο!», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από το βάθος του ακουστικού κι αμέσως η γραμμή έκλεισε.
Ο άνθρωπος στον τηλεφωνικό θάλαμο έμεινε με το ακουστικό στο χέρι. Τι να κάνει τώρα; Τουλάχιστον είχε μάθει ότι τον «εργοδότη» του τον έλεγαν Πέτρο. Και το τηλέφωνο το είχε. Θα τον ξανάπαιρνε.
«Αχ, μιλούσες… Συγνώμη.» συνέχισε η γυναικεία φωνή.
« Όχι, όχι, τελείωσα Ζωή μου.»
«Συγγνώμη μωρέ που σε κρεμάω αλλά πρέπει να πάω το μικρό μια βολτίτσα με το σκούτερ.»
Εκείνο το διάστημα η Ζωή κι ο Πέτρος είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν κάποια παρέα. Ο Πέτρος τη γνώριζε βέβαια. Αλλά την είχε πλησιάσει, δήθεν τυχαία, για να μάθει περισσότερα για τον πατέρα της, να βρεθεί στο περιβάλλον του, να δει, να μάθει, να πλησιάσει στο στόχο του. Είχαν γίνει φίλοι και ο Πέτρος με πάθος για τη δημοσιογραφία, και κυρίως για να ξέρει τι γινόταν με τον υπουργό και τον διευθυντή του γραφείου του, είχε προσφερθεί να τη βοηθάει σε κάποια πράγματα. Γράφανε κάποια δελτία τύπου, τα διορθώνανε και μετά, ο Πέτρος τα τηλεφωνούσε στις εφημερίδες. Έμαθε να δουλεύει καλά τα φαξ και όταν ήταν στο γραφείο του μπαμπά της Ζωής, τα έστελνε από ‘κεί. Και δουλεύοντας, κατέστρωνε το σχέδιό του. Για να «χτυπήσει» τον υπουργό, ήταν σχεδόν αδύνατον. Για τον πατέρα , ήθελε χρόνο και σχέδιο. Αλλά το πρώτο «χτύπημα», μπορούσε άνετα να δοθεί στα παιδιά. Τι χρειαζόταν; Ένα – δυο Αλβανούς που για 3-4 χιλιάδες δραχμές πουλάγανε τη μάνα τους και την κατάλληλη στιγμή.
«Άντε Ζωή! Ετοιμάσου!!», φώναξε με ενθουσιασμό ο Θωμάς.
«Θωμά πες “γεια” στον Πέτρο!»
«Γεια σου Πέτρο! Και αντίο».
Ο Πέτρος γέλασε.
«Δεν πειράζει. Κατεβείτε εσείς να ετοιμαστείτε κι έρχομαι κι εγώ.»
Τον άφηνε συχνά τον Πέτρο στο σπίτι της η Ζωή για να τελειώσει πράγματα που δεν είχαν τελειώσει ακόμα. Του είχε εμπιστοσύνη. Τι θα έκανε; Θα τους …έκλεβε τα ασημικά; Αφού τη βοηθούσε.
Το τηλέφωνο χτύπησε. Ο Πέτρος άρπαξε το ακουστικό.
«Ναι» είπε
«Κύριε Πέτρο, γιατί κλείσατε το τηλέφωνο; Θέλω να ρωτήσω»
Ωχ. Ο Αλβανός είχε μάθει το όνομά του. Τι στο διάολο;
Έκλεισε το τηλέφωνο.
Έπρεπε να σκεφτεί.
«Ποιος ήταν;» φώναξε από την είσοδο η Ζωή.
«Λάθος νούμερο» απάντησε αυτόματα ο Πέτρος.
«Λοιπόν…κατεβαίνουμε»
Τι να κάνει; Να ξαναμιλήσει στον Αλβανό; Και να συνδεθεί πλέον άμεσα μαζί του; Αλλά αυτός άλλα ήξερε. Άλλο «στόχο» του είχε δώσει. Δεν έπρεπε να του εξηγήσει;
Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Αυτός θάταν. Άρπαξε το ακουστικό, το σήκωσε και το έκλεισε αμέσως.
«Θάρθεις ή να φύγουμε;» φώναξε η Ζωή βγαίνοντας απ΄ την πόρτα.
«Έρχομαι» είπε ο Πέτρος.
Θα κατέβαινε μαζί τους, θα τους ξεπροβόδιζε και μετά…θάβλεπε τι θάκανε.
Κλείνοντας τελευταίος την πόρτα, άκουσε το τηλέφωνο να χτυπάει.
Κατέβηκαν όλοι μαζί στην είσοδο, αντάλλαξαν δυο τελευταίες κουβέντες κι εκεί χωρίστηκαν.
«Καλή βόλτα! Και προσεκτικά.» είπε ο Πέτρος . Τα δυο αδέρφια ανέβηκαν στο σκούτερ και έφυγαν. Είχε πάρει να νυχτώνει.
Πόσο τον είχε τυφλώσει εκείνη η εκδίκηση; Τόσο πολύ που δεν τον άφηνε να δει καθαρά… Να καταλάβει πως η Ζωή κι ο Θωμάς ήταν κι εκείνοι θύματα, παιδιά ενός ανθρώπου που ήταν ικανός να φτάσει στα άκρα για το συμφέρον του... Να στήσει πλεκτάνες, σκάνδαλα, να υποπέσει σε παρανομίες, χωρίς να σκέφτεται πως εκείνοι οι άνθρωποι που κατέστρεψε είχαν οικογένεια… Είχαν παιδιά, που θα πλήρωναν πολύ ακριβά για χρόνια την απληστία του, αλλά και που θα μεγάλωναν κάποτε και θα ζητούσαν εκδίκηση…
Το τηλέφωνο στο σπίτι είχε σταματήσει να χτυπάει.
«Καλά ξεμπερδέματα» σκέφτηκε ο Πέτρος. Μπήκε στο αυτοκίνητό του κι έφυγε.
«Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει» σκεφτόταν. «Αλλά τι τόθελα και τούδωσα το κωλονούμερο;»
Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009
"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 14ο - Τα παιδικά χρόνια του Πέτρου
«Πότε θα γυρίσει ο μπαμπάς μου; Θέλω να του δείξω τη ζωγραφιά!»
«Σε λίγο αγάπη μου.» Η μητέρα, δεν είχε προλάβει να τελειώσει σχεδόν τη φράση της, όταν ακούστηκαν τα κλειδιά στην πόρτα.
«Ο μπαμπάς!» φώναξε χαρούμενος ο Πέτρος κι έτρεξε προς το μέρος του. Ο πατέρας έμεινε ασάλευτος, σαν στήλη άλατος δίχως να προχωρήσει ούτε βήμα πιο μέσα.
«Μπαμπά! Σου ‘φτιαξα μια ζωγραφιά!», συνέχισε να φωνάζει χοροπηδώντας ο Πέτρος.
Ήταν μόλις πέντε χρονών, πολύ μικρός για να παρατηρήσει τα δακρυσμένα μάτια της μητέρας του και το «χαμένο», εδώ και μέρες, βλέμμα του πατέρα του. Ιδιαίτερα εκείνη τη βαθιά ρυτίδα ανάμεσα απ’ τα μάτια του, καταμεσίς στο μέτωπό του.
«Μαμά, γιατί δε μιλάει ο μπαμπάς; Δεν του αρέσει η ζωγραφιά μου;»
Η μητέρα του προσπάθησε να συγκρατηθεί.
«Είναι κουρασμένος αγάπη μου.» είπε κοιτώντας τον άνθρωπο που αγαπούσε με όλη της την ψυχή, γεμάτη απελπισία. «Και είναι και ώρα για ύπνο.».
«Μα είναι πολύ νωρίς ακόμη!» διαμαρτυρήθηκε ο μικρός. Και δίκαια. Τόσην ώρα περίμενε το μπαμπά του, να του δείξει τη ζωγραφιά.
«Πέτρο! Μίλησα!» Η φωνή της μητέρας ακούστηκε επιτακτική.
«Καλά… Μπαμπά, θα ‘ρθεις να μου πεις μια ιστορία;»
Του άρεσαν πολύ οι ιστορίες που του ‘λεγε ο μπαμπάς του. Είχε έναν ήρεμο τόνο στη φωνή του κι έλεγε τόσο όμορφα πράγματα που έκαναν τον Πέτρο να ταξιδεύει.
«Πέτρο πήγαινε στο δωμάτιό σου!» ξαναποκρίθηκε η μαμά. «Σου είπα πως ο μπαμπάς είναι κουρασμένος».
Ο Πέτρος υπάκουσε.
Ήταν η τελευταία φορά που τον είδε ζωντανό.
Ανέβηκε στο δωμάτιό του, έβαλε τις πιζάμες του, πήρε το αγαπημένο του βιβλίο με τα παραμύθια από το οποίο του διάβαζε συχνά ο πατέρας του πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο κρεβάτι, περιμένοντάς τον, με την ελπίδα πως θα άλλαζε γνώμη και θα ανέβαινε να του διαβάσει λιγουλάκι. Μα η ώρα πέρασε και το αγοράκι αφέθηκε γλυκά στην αγκαλιά του Μορφέα.
Ένας δυνατός κρότος τον έκανε να πεταχτεί από το κρεβάτι μέσα στη νύχτα. Ύστερα βήματα. Κάποιος έτρεχε στη σκάλα. Κι ύστερα από λίγο ένα ουρλιαχτό. Έτρεξε έξω από το δωμάτιό του τρομαγμένος. Τα ουρλιαχτά συνεχίστηκαν! Κατέβηκε την ξύλινη σκάλα κλαίγοντας. Στο δάπεδο του σαλονιού μια λίμνη αίματος. Πάγωσε. Το λευκό νυχτικό της μητέρας του είχε γίνει κόκκινο. Ο πατέρας κείτονταν νεκρός στο πάτωμα. Δίπλα από τον καναπέ, στην άκρη του χεριού του ένα πιστόλι.
Τα ‘ξερε τα πιστόλια ο Πέτρος. Είχε δει και εικόνες και φωτογραφίες και τα είχαν οι κακοί στις ιστορίες που του ’λεγε ο μπαμπάς του για να κάνουν κακό στον κόσμο.
«Μα, είχε κι ο μπαμπάς πιστόλι;» σκέφτηκε ο Πέτρος. «Γιατί;». Το μυαλό του δεν μπορούσε να πάει τόσο γρήγορα. Ήταν μόλις πέντε χρονών αγοράκι. Γιατί να είναι πεσμένος ο μπαμπάς; Γιατί να κλαίει η μαμά; Γιατί τόσο αίμα; Γιατί;
Ο Πέτρος προέρχονταν από αριστοκρατική οικογένεια. Ο πατέρας του, αθηναίος, διευθυντικό στέλεχος μιας μεγάλης ναυτιλιακής εταιρείας, η μητέρα του κόρη ενός πλούσιου επιχειρηματία από τη Σπάρτη. Είχαν αγαπηθεί από τα φοιτητικά τους χρόνια, τότε που σπούδαζαν κι οι δυο στην Αθήνα. Λίγα χρόνια μετά παντρεύτηκαν κι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα.
Από τη νύχτα εκείνη, που σφράγισε την παιδική του ηλικία και τη ζωή του ολόκληρη, το πέτρινο διώροφο σπίτι στη Βουλιαγμένη σκοτείνιασε. Τα δωμάτια του φαίνονταν μαύρα, οι ντουλάπες έκρυβαν τέρατα, οι καθρέφτες φανέρωναν απόκοσμες φιγούρες. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί πια μόνος του. Έμενε ξάγρυπνος στο κρεβάτι του, μέχρι που αποφάσιζε και πήγαινε να χωθεί στο κρεβάτι της μητέρας του. Εκεί τουλάχιστον μπορούσε να τον πάρει για λίγο ο ύπνος, μέχρι να τον ξυπνήσουν τα κλάματά της μέσα στην νύχτα.
Η μητέρα του, ήταν ένα ερείπιο, που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να μη διαλυθεί, για χάρη του μοναχογιού της. Και για κείνη το σπίτι είχε γίνει πια ξένο, αφού δεν το μοιραζόταν με εκείνον που αγαπούσε. Δεν άντεχε να μένει πια εκεί. Έπρεπε να φύγουν.
Λίγους μήνες μετά έφυγαν για τη Σπάρτη.
Το πέτρινο σπίτι σφραγίστηκε. Το είχε μισήσει ο Πέτρος και κάποια στιγμή, υποσχέθηκε στον εαυτό του πως τίποτα ποτέ δε θα τον έκανε να γυρίσει. Δεν ήξερε πως πολλά χρόνια αργότερα κάτι θα κατάφερνε να τον κάνει να επιστρέψει. Κι αυτό το κάτι ….θα λεγόταν «εκδίκηση».
Τα χρόνια πέρασαν κι ο Πέτρος μεγάλωσε. Κι όταν πια ήταν σε θέση να συνειδητοποιήσει πόσα είχε στερηθεί από το χαμό του πατέρα του, άρχισε να ψάχνει μανιωδώς για τα αίτια που τον είχαν οδηγήσει στο θάνατο.
Κι όσο πιο πολλά μάθαινε τόσο πιο πολύ φανατιζόταν με την ιδέα της εκδίκησης. Για τον εαυτό του. Για όσα είχε στερηθεί σαν παιδί, για όλες τις νύχτες που ‘χε περάσει γεμίζοντας με δάκρυα το μαξιλάρι του… Κι ήταν πολλές εκείνες οι νύχτες… Μα και για τον πατέρα του τον ίδιο, που κάτι τον είχε κάνει να πάρει απόφαση να δώσει τέλος στη ζωή του.
Και ναι, θα τους έβρισκε κάποτε τους υπαίτιους και θα τους έκανε αληθινά να πληρώσουν. Να χάσουν κι εκείνοι ό,τι είχαν αγαπήσει περισσότερο, να καταστραφούν, όπως είχε καταστραφεί κι ο πατέρας του, τόσο που να μην τους έχει απομείνει τίποτα πια, κανένας λόγος για να ζουν, για να αναπνέουν.
Το πληγωμένο μικρό παιδί είχε γίνει ένας πληγωμένος, πονεμένος έφηβος και γινόταν ένας πονεμένος νέος άνδρας, γεμάτος μίσος κι επιθυμία για εκδίκηση.
«Σε λίγο αγάπη μου.» Η μητέρα, δεν είχε προλάβει να τελειώσει σχεδόν τη φράση της, όταν ακούστηκαν τα κλειδιά στην πόρτα.
«Ο μπαμπάς!» φώναξε χαρούμενος ο Πέτρος κι έτρεξε προς το μέρος του. Ο πατέρας έμεινε ασάλευτος, σαν στήλη άλατος δίχως να προχωρήσει ούτε βήμα πιο μέσα.
«Μπαμπά! Σου ‘φτιαξα μια ζωγραφιά!», συνέχισε να φωνάζει χοροπηδώντας ο Πέτρος.
Ήταν μόλις πέντε χρονών, πολύ μικρός για να παρατηρήσει τα δακρυσμένα μάτια της μητέρας του και το «χαμένο», εδώ και μέρες, βλέμμα του πατέρα του. Ιδιαίτερα εκείνη τη βαθιά ρυτίδα ανάμεσα απ’ τα μάτια του, καταμεσίς στο μέτωπό του.
«Μαμά, γιατί δε μιλάει ο μπαμπάς; Δεν του αρέσει η ζωγραφιά μου;»
Η μητέρα του προσπάθησε να συγκρατηθεί.
«Είναι κουρασμένος αγάπη μου.» είπε κοιτώντας τον άνθρωπο που αγαπούσε με όλη της την ψυχή, γεμάτη απελπισία. «Και είναι και ώρα για ύπνο.».
«Μα είναι πολύ νωρίς ακόμη!» διαμαρτυρήθηκε ο μικρός. Και δίκαια. Τόσην ώρα περίμενε το μπαμπά του, να του δείξει τη ζωγραφιά.
«Πέτρο! Μίλησα!» Η φωνή της μητέρας ακούστηκε επιτακτική.
«Καλά… Μπαμπά, θα ‘ρθεις να μου πεις μια ιστορία;»
Του άρεσαν πολύ οι ιστορίες που του ‘λεγε ο μπαμπάς του. Είχε έναν ήρεμο τόνο στη φωνή του κι έλεγε τόσο όμορφα πράγματα που έκαναν τον Πέτρο να ταξιδεύει.
«Πέτρο πήγαινε στο δωμάτιό σου!» ξαναποκρίθηκε η μαμά. «Σου είπα πως ο μπαμπάς είναι κουρασμένος».
Ο Πέτρος υπάκουσε.
Ήταν η τελευταία φορά που τον είδε ζωντανό.
Ανέβηκε στο δωμάτιό του, έβαλε τις πιζάμες του, πήρε το αγαπημένο του βιβλίο με τα παραμύθια από το οποίο του διάβαζε συχνά ο πατέρας του πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο κρεβάτι, περιμένοντάς τον, με την ελπίδα πως θα άλλαζε γνώμη και θα ανέβαινε να του διαβάσει λιγουλάκι. Μα η ώρα πέρασε και το αγοράκι αφέθηκε γλυκά στην αγκαλιά του Μορφέα.
Ένας δυνατός κρότος τον έκανε να πεταχτεί από το κρεβάτι μέσα στη νύχτα. Ύστερα βήματα. Κάποιος έτρεχε στη σκάλα. Κι ύστερα από λίγο ένα ουρλιαχτό. Έτρεξε έξω από το δωμάτιό του τρομαγμένος. Τα ουρλιαχτά συνεχίστηκαν! Κατέβηκε την ξύλινη σκάλα κλαίγοντας. Στο δάπεδο του σαλονιού μια λίμνη αίματος. Πάγωσε. Το λευκό νυχτικό της μητέρας του είχε γίνει κόκκινο. Ο πατέρας κείτονταν νεκρός στο πάτωμα. Δίπλα από τον καναπέ, στην άκρη του χεριού του ένα πιστόλι.
Τα ‘ξερε τα πιστόλια ο Πέτρος. Είχε δει και εικόνες και φωτογραφίες και τα είχαν οι κακοί στις ιστορίες που του ’λεγε ο μπαμπάς του για να κάνουν κακό στον κόσμο.
«Μα, είχε κι ο μπαμπάς πιστόλι;» σκέφτηκε ο Πέτρος. «Γιατί;». Το μυαλό του δεν μπορούσε να πάει τόσο γρήγορα. Ήταν μόλις πέντε χρονών αγοράκι. Γιατί να είναι πεσμένος ο μπαμπάς; Γιατί να κλαίει η μαμά; Γιατί τόσο αίμα; Γιατί;
Ο Πέτρος προέρχονταν από αριστοκρατική οικογένεια. Ο πατέρας του, αθηναίος, διευθυντικό στέλεχος μιας μεγάλης ναυτιλιακής εταιρείας, η μητέρα του κόρη ενός πλούσιου επιχειρηματία από τη Σπάρτη. Είχαν αγαπηθεί από τα φοιτητικά τους χρόνια, τότε που σπούδαζαν κι οι δυο στην Αθήνα. Λίγα χρόνια μετά παντρεύτηκαν κι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα.
Από τη νύχτα εκείνη, που σφράγισε την παιδική του ηλικία και τη ζωή του ολόκληρη, το πέτρινο διώροφο σπίτι στη Βουλιαγμένη σκοτείνιασε. Τα δωμάτια του φαίνονταν μαύρα, οι ντουλάπες έκρυβαν τέρατα, οι καθρέφτες φανέρωναν απόκοσμες φιγούρες. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί πια μόνος του. Έμενε ξάγρυπνος στο κρεβάτι του, μέχρι που αποφάσιζε και πήγαινε να χωθεί στο κρεβάτι της μητέρας του. Εκεί τουλάχιστον μπορούσε να τον πάρει για λίγο ο ύπνος, μέχρι να τον ξυπνήσουν τα κλάματά της μέσα στην νύχτα.
Η μητέρα του, ήταν ένα ερείπιο, που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να μη διαλυθεί, για χάρη του μοναχογιού της. Και για κείνη το σπίτι είχε γίνει πια ξένο, αφού δεν το μοιραζόταν με εκείνον που αγαπούσε. Δεν άντεχε να μένει πια εκεί. Έπρεπε να φύγουν.
Λίγους μήνες μετά έφυγαν για τη Σπάρτη.
Το πέτρινο σπίτι σφραγίστηκε. Το είχε μισήσει ο Πέτρος και κάποια στιγμή, υποσχέθηκε στον εαυτό του πως τίποτα ποτέ δε θα τον έκανε να γυρίσει. Δεν ήξερε πως πολλά χρόνια αργότερα κάτι θα κατάφερνε να τον κάνει να επιστρέψει. Κι αυτό το κάτι ….θα λεγόταν «εκδίκηση».
Τα χρόνια πέρασαν κι ο Πέτρος μεγάλωσε. Κι όταν πια ήταν σε θέση να συνειδητοποιήσει πόσα είχε στερηθεί από το χαμό του πατέρα του, άρχισε να ψάχνει μανιωδώς για τα αίτια που τον είχαν οδηγήσει στο θάνατο.
Κι όσο πιο πολλά μάθαινε τόσο πιο πολύ φανατιζόταν με την ιδέα της εκδίκησης. Για τον εαυτό του. Για όσα είχε στερηθεί σαν παιδί, για όλες τις νύχτες που ‘χε περάσει γεμίζοντας με δάκρυα το μαξιλάρι του… Κι ήταν πολλές εκείνες οι νύχτες… Μα και για τον πατέρα του τον ίδιο, που κάτι τον είχε κάνει να πάρει απόφαση να δώσει τέλος στη ζωή του.
Και ναι, θα τους έβρισκε κάποτε τους υπαίτιους και θα τους έκανε αληθινά να πληρώσουν. Να χάσουν κι εκείνοι ό,τι είχαν αγαπήσει περισσότερο, να καταστραφούν, όπως είχε καταστραφεί κι ο πατέρας του, τόσο που να μην τους έχει απομείνει τίποτα πια, κανένας λόγος για να ζουν, για να αναπνέουν.
Το πληγωμένο μικρό παιδί είχε γίνει ένας πληγωμένος, πονεμένος έφηβος και γινόταν ένας πονεμένος νέος άνδρας, γεμάτος μίσος κι επιθυμία για εκδίκηση.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)