Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009

"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 15ο - Η "φιλική σχέση" του Πέτρου με τη Ζωή

«Εγώ είμαι… Σε λίγο να είσαι εκεί που συμφωνήσαμε» είπε ψιθυριστά μια αντρική φωνή.

«Μάλιστα…», ψέλλισε μια τρεμάμενη, επίσης αντρική φωνή, από την άλλη μεριά του ακουστικού.

«Τα χρήματα έχουν μπει ήδη στο λογαριασμό σου. Όσα συμφωνήσαμε, κι αν γίνει η δουλειά όπως είπαμε, θα έχεις και μπόνους».

«Εντάξει…»

«Σε λίγη ώρα, θα δεις δυο άτομα να βγαίνουν από το σπίτι και να ανεβαίνουν σε ένα σκούτερ. Να είσαι έτοιμος .Και μόλις μπορέσεις, πέφτεις επάνω τους. Πρόσεξε. Ζημιά να τους κάνεις, όχι να τους σκοτώσεις…»

« Μα τι μου λέτε; Άλλα μου είχατε πει».

Ο άνθρωπος που ήταν μέσα στον τηλεφωνικό θάλαμο είχε προφανώς ερωτηματικά. Κάτι είχε συμφωνήσει να κάνει αλλά αυτά που άκουγε τώρα ήταν διαφορετικά. Ήθελε απαντήσεις. Αλλά…

«Πέτρο!», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από το βάθος του ακουστικού κι αμέσως η γραμμή έκλεισε.

Ο άνθρωπος στον τηλεφωνικό θάλαμο έμεινε με το ακουστικό στο χέρι. Τι να κάνει τώρα; Τουλάχιστον είχε μάθει ότι τον «εργοδότη» του τον έλεγαν Πέτρο. Και το τηλέφωνο το είχε. Θα τον ξανάπαιρνε.

«Αχ, μιλούσες… Συγνώμη.» συνέχισε η γυναικεία φωνή.

« Όχι, όχι, τελείωσα Ζωή μου.»

«Συγγνώμη μωρέ που σε κρεμάω αλλά πρέπει να πάω το μικρό μια βολτίτσα με το σκούτερ.»

Εκείνο το διάστημα η Ζωή κι ο Πέτρος είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν κάποια παρέα. Ο Πέτρος τη γνώριζε βέβαια. Αλλά την είχε πλησιάσει, δήθεν τυχαία, για να μάθει περισσότερα για τον πατέρα της, να βρεθεί στο περιβάλλον του, να δει, να μάθει, να πλησιάσει στο στόχο του. Είχαν γίνει φίλοι και ο Πέτρος με πάθος για τη δημοσιογραφία, και κυρίως για να ξέρει τι γινόταν με τον υπουργό και τον διευθυντή του γραφείου του, είχε προσφερθεί να τη βοηθάει σε κάποια πράγματα. Γράφανε κάποια δελτία τύπου, τα διορθώνανε και μετά, ο Πέτρος τα τηλεφωνούσε στις εφημερίδες. Έμαθε να δουλεύει καλά τα φαξ και όταν ήταν στο γραφείο του μπαμπά της Ζωής, τα έστελνε από ‘κεί. Και δουλεύοντας, κατέστρωνε το σχέδιό του. Για να «χτυπήσει» τον υπουργό, ήταν σχεδόν αδύνατον. Για τον πατέρα , ήθελε χρόνο και σχέδιο. Αλλά το πρώτο «χτύπημα», μπορούσε άνετα να δοθεί στα παιδιά. Τι χρειαζόταν; Ένα – δυο Αλβανούς που για 3-4 χιλιάδες δραχμές πουλάγανε τη μάνα τους και την κατάλληλη στιγμή.

«Άντε Ζωή! Ετοιμάσου!!», φώναξε με ενθουσιασμό ο Θωμάς.
«Θωμά πες “γεια” στον Πέτρο!»
«Γεια σου Πέτρο! Και αντίο».
Ο Πέτρος γέλασε.
«Δεν πειράζει. Κατεβείτε εσείς να ετοιμαστείτε κι έρχομαι κι εγώ.»

Τον άφηνε συχνά τον Πέτρο στο σπίτι της η Ζωή για να τελειώσει πράγματα που δεν είχαν τελειώσει ακόμα. Του είχε εμπιστοσύνη. Τι θα έκανε; Θα τους …έκλεβε τα ασημικά; Αφού τη βοηθούσε.
Το τηλέφωνο χτύπησε. Ο Πέτρος άρπαξε το ακουστικό.
«Ναι» είπε
«Κύριε Πέτρο, γιατί κλείσατε το τηλέφωνο; Θέλω να ρωτήσω»
Ωχ. Ο Αλβανός είχε μάθει το όνομά του. Τι στο διάολο;
Έκλεισε το τηλέφωνο.
Έπρεπε να σκεφτεί.
«Ποιος ήταν;» φώναξε από την είσοδο η Ζωή.
«Λάθος νούμερο» απάντησε αυτόματα ο Πέτρος.
«Λοιπόν…κατεβαίνουμε»

Τι να κάνει; Να ξαναμιλήσει στον Αλβανό; Και να συνδεθεί πλέον άμεσα μαζί του; Αλλά αυτός άλλα ήξερε. Άλλο «στόχο» του είχε δώσει. Δεν έπρεπε να του εξηγήσει;
Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Αυτός θάταν. Άρπαξε το ακουστικό, το σήκωσε και το έκλεισε αμέσως.

«Θάρθεις ή να φύγουμε;» φώναξε η Ζωή βγαίνοντας απ΄ την πόρτα.
«Έρχομαι» είπε ο Πέτρος.
Θα κατέβαινε μαζί τους, θα τους ξεπροβόδιζε και μετά…θάβλεπε τι θάκανε.
Κλείνοντας τελευταίος την πόρτα, άκουσε το τηλέφωνο να χτυπάει.

Κατέβηκαν όλοι μαζί στην είσοδο, αντάλλαξαν δυο τελευταίες κουβέντες κι εκεί χωρίστηκαν.
«Καλή βόλτα! Και προσεκτικά.» είπε ο Πέτρος . Τα δυο αδέρφια ανέβηκαν στο σκούτερ και έφυγαν. Είχε πάρει να νυχτώνει.

Πόσο τον είχε τυφλώσει εκείνη η εκδίκηση; Τόσο πολύ που δεν τον άφηνε να δει καθαρά… Να καταλάβει πως η Ζωή κι ο Θωμάς ήταν κι εκείνοι θύματα, παιδιά ενός ανθρώπου που ήταν ικανός να φτάσει στα άκρα για το συμφέρον του... Να στήσει πλεκτάνες, σκάνδαλα, να υποπέσει σε παρανομίες, χωρίς να σκέφτεται πως εκείνοι οι άνθρωποι που κατέστρεψε είχαν οικογένεια… Είχαν παιδιά, που θα πλήρωναν πολύ ακριβά για χρόνια την απληστία του, αλλά και που θα μεγάλωναν κάποτε και θα ζητούσαν εκδίκηση…

Το τηλέφωνο στο σπίτι είχε σταματήσει να χτυπάει.
«Καλά ξεμπερδέματα» σκέφτηκε ο Πέτρος. Μπήκε στο αυτοκίνητό του κι έφυγε.

«Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει» σκεφτόταν. «Αλλά τι τόθελα και τούδωσα το κωλονούμερο;»

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 14ο - Τα παιδικά χρόνια του Πέτρου

«Πότε θα γυρίσει ο μπαμπάς μου; Θέλω να του δείξω τη ζωγραφιά!»
«Σε λίγο αγάπη μου.» Η μητέρα, δεν είχε προλάβει να τελειώσει σχεδόν τη φράση της, όταν ακούστηκαν τα κλειδιά στην πόρτα.

«Ο μπαμπάς!» φώναξε χαρούμενος ο Πέτρος κι έτρεξε προς το μέρος του. Ο πατέρας έμεινε ασάλευτος, σαν στήλη άλατος δίχως να προχωρήσει ούτε βήμα πιο μέσα.
«Μπαμπά! Σου ‘φτιαξα μια ζωγραφιά!», συνέχισε να φωνάζει χοροπηδώντας ο Πέτρος.

Ήταν μόλις πέντε χρονών, πολύ μικρός για να παρατηρήσει τα δακρυσμένα μάτια της μητέρας του και το «χαμένο», εδώ και μέρες, βλέμμα του πατέρα του. Ιδιαίτερα εκείνη τη βαθιά ρυτίδα ανάμεσα απ’ τα μάτια του, καταμεσίς στο μέτωπό του.

«Μαμά, γιατί δε μιλάει ο μπαμπάς; Δεν του αρέσει η ζωγραφιά μου;»
Η μητέρα του προσπάθησε να συγκρατηθεί.

«Είναι κουρασμένος αγάπη μου.» είπε κοιτώντας τον άνθρωπο που αγαπούσε με όλη της την ψυχή, γεμάτη απελπισία. «Και είναι και ώρα για ύπνο.».
«Μα είναι πολύ νωρίς ακόμη!» διαμαρτυρήθηκε ο μικρός. Και δίκαια. Τόσην ώρα περίμενε το μπαμπά του, να του δείξει τη ζωγραφιά.

«Πέτρο! Μίλησα!» Η φωνή της μητέρας ακούστηκε επιτακτική.
«Καλά… Μπαμπά, θα ‘ρθεις να μου πεις μια ιστορία;»
Του άρεσαν πολύ οι ιστορίες που του ‘λεγε ο μπαμπάς του. Είχε έναν ήρεμο τόνο στη φωνή του κι έλεγε τόσο όμορφα πράγματα που έκαναν τον Πέτρο να ταξιδεύει.

«Πέτρο πήγαινε στο δωμάτιό σου!» ξαναποκρίθηκε η μαμά. «Σου είπα πως ο μπαμπάς είναι κουρασμένος».

Ο Πέτρος υπάκουσε.
Ήταν η τελευταία φορά που τον είδε ζωντανό.

Ανέβηκε στο δωμάτιό του, έβαλε τις πιζάμες του, πήρε το αγαπημένο του βιβλίο με τα παραμύθια από το οποίο του διάβαζε συχνά ο πατέρας του πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο κρεβάτι, περιμένοντάς τον, με την ελπίδα πως θα άλλαζε γνώμη και θα ανέβαινε να του διαβάσει λιγουλάκι. Μα η ώρα πέρασε και το αγοράκι αφέθηκε γλυκά στην αγκαλιά του Μορφέα.

Ένας δυνατός κρότος τον έκανε να πεταχτεί από το κρεβάτι μέσα στη νύχτα. Ύστερα βήματα. Κάποιος έτρεχε στη σκάλα. Κι ύστερα από λίγο ένα ουρλιαχτό. Έτρεξε έξω από το δωμάτιό του τρομαγμένος. Τα ουρλιαχτά συνεχίστηκαν! Κατέβηκε την ξύλινη σκάλα κλαίγοντας. Στο δάπεδο του σαλονιού μια λίμνη αίματος. Πάγωσε. Το λευκό νυχτικό της μητέρας του είχε γίνει κόκκινο. Ο πατέρας κείτονταν νεκρός στο πάτωμα. Δίπλα από τον καναπέ, στην άκρη του χεριού του ένα πιστόλι.

Τα ‘ξερε τα πιστόλια ο Πέτρος. Είχε δει και εικόνες και φωτογραφίες και τα είχαν οι κακοί στις ιστορίες που του ’λεγε ο μπαμπάς του για να κάνουν κακό στον κόσμο.
«Μα, είχε κι ο μπαμπάς πιστόλι;» σκέφτηκε ο Πέτρος. «Γιατί;». Το μυαλό του δεν μπορούσε να πάει τόσο γρήγορα. Ήταν μόλις πέντε χρονών αγοράκι. Γιατί να είναι πεσμένος ο μπαμπάς; Γιατί να κλαίει η μαμά; Γιατί τόσο αίμα; Γιατί;

Ο Πέτρος προέρχονταν από αριστοκρατική οικογένεια. Ο πατέρας του, αθηναίος, διευθυντικό στέλεχος μιας μεγάλης ναυτιλιακής εταιρείας, η μητέρα του κόρη ενός πλούσιου επιχειρηματία από τη Σπάρτη. Είχαν αγαπηθεί από τα φοιτητικά τους χρόνια, τότε που σπούδαζαν κι οι δυο στην Αθήνα. Λίγα χρόνια μετά παντρεύτηκαν κι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα.

Από τη νύχτα εκείνη, που σφράγισε την παιδική του ηλικία και τη ζωή του ολόκληρη, το πέτρινο διώροφο σπίτι στη Βουλιαγμένη σκοτείνιασε. Τα δωμάτια του φαίνονταν μαύρα, οι ντουλάπες έκρυβαν τέρατα, οι καθρέφτες φανέρωναν απόκοσμες φιγούρες. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί πια μόνος του. Έμενε ξάγρυπνος στο κρεβάτι του, μέχρι που αποφάσιζε και πήγαινε να χωθεί στο κρεβάτι της μητέρας του. Εκεί τουλάχιστον μπορούσε να τον πάρει για λίγο ο ύπνος, μέχρι να τον ξυπνήσουν τα κλάματά της μέσα στην νύχτα.

Η μητέρα του, ήταν ένα ερείπιο, που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να μη διαλυθεί, για χάρη του μοναχογιού της. Και για κείνη το σπίτι είχε γίνει πια ξένο, αφού δεν το μοιραζόταν με εκείνον που αγαπούσε. Δεν άντεχε να μένει πια εκεί. Έπρεπε να φύγουν.

Λίγους μήνες μετά έφυγαν για τη Σπάρτη.

Το πέτρινο σπίτι σφραγίστηκε. Το είχε μισήσει ο Πέτρος και κάποια στιγμή, υποσχέθηκε στον εαυτό του πως τίποτα ποτέ δε θα τον έκανε να γυρίσει. Δεν ήξερε πως πολλά χρόνια αργότερα κάτι θα κατάφερνε να τον κάνει να επιστρέψει. Κι αυτό το κάτι ….θα λεγόταν «εκδίκηση».

Τα χρόνια πέρασαν κι ο Πέτρος μεγάλωσε. Κι όταν πια ήταν σε θέση να συνειδητοποιήσει πόσα είχε στερηθεί από το χαμό του πατέρα του, άρχισε να ψάχνει μανιωδώς για τα αίτια που τον είχαν οδηγήσει στο θάνατο.

Κι όσο πιο πολλά μάθαινε τόσο πιο πολύ φανατιζόταν με την ιδέα της εκδίκησης. Για τον εαυτό του. Για όσα είχε στερηθεί σαν παιδί, για όλες τις νύχτες που ‘χε περάσει γεμίζοντας με δάκρυα το μαξιλάρι του… Κι ήταν πολλές εκείνες οι νύχτες… Μα και για τον πατέρα του τον ίδιο, που κάτι τον είχε κάνει να πάρει απόφαση να δώσει τέλος στη ζωή του.

Και ναι, θα τους έβρισκε κάποτε τους υπαίτιους και θα τους έκανε αληθινά να πληρώσουν. Να χάσουν κι εκείνοι ό,τι είχαν αγαπήσει περισσότερο, να καταστραφούν, όπως είχε καταστραφεί κι ο πατέρας του, τόσο που να μην τους έχει απομείνει τίποτα πια, κανένας λόγος για να ζουν, για να αναπνέουν.

Το πληγωμένο μικρό παιδί είχε γίνει ένας πληγωμένος, πονεμένος έφηβος και γινόταν ένας πονεμένος νέος άνδρας, γεμάτος μίσος κι επιθυμία για εκδίκηση.