Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 10ο - Ποτέ ξανά χώρια εγώ κι εσύ. Κι αν σε χάσω θα σε ξαναβρώ

«Μανούλα τελείωσα!» τη διέκοψε η Μαρίνα από την οδυνηρή και σχεδόν αυτόματη αναπόληση.

Η Ζωή πετάχτηκε. Τόση ώρα, κρατούσε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια και κοιτούσε στο κενό. Η φωνή της κόρης της, την «ξύπνησε».
Έπρεπε να συνέλθει αμέσως. Προς θεού, να μην καταλάβει τίποτε η Μαρίνα. Τουλάχιστον όχι ακόμα.
« Όλες τις λέξεις;»
« Όλες! »
« Εντάξει λοιπόν, πάμε στην κουζίνα να μάθεις την πρώτη σου συνταγή!»

Πήγαν στην κουζίνα και η Ζωή έβγαλε από ένα ντουλάπι ένα παλιό τετράδιο με σχισμένες σελίδες, άλλες λεκιασμένες και άλλες πιο καθαρές. Άνοιξε κατευθείαν στη σελίδα που θα χρησιμοποιούσαν

« Για – ου-ρτο- πί-τα» διάβασε η Μαρίνα.
« Γιαουρτόπιτα» τη διόρθωσε η Ζωή.
« Μα, κέικ μου είπες ότι θα φτιάξουμε!» διαμαρτυρήθηκε η μικρή.
«Κέικ είναι η γιαουρτόπιτα, απλά θα χρησιμοποιήσουμε γιαούρτι και από εκεί πήρε το όνομα αυτό. Είναι η πρώτη συνταγή που μου έμαθε η γιαγιά μου. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη. Ξέρεις που είναι;»

Η μικρή κούνησε το κεφάλι της αρνητικά αλλά δεν έδειχνε να την ενδιαφέρει και πολύ η καταγωγή της προγιαγιάς της εκείνη τη στιγμή, πιο πολύ είχε εστιάσει στο ότι θα έφτιαχνε κάτι μόνη της και ένιωθε πολύ σπουδαία.

« Ξέρεις…ξέρεις…σούχω ξαναπεί. Και για την Κωνσταντινούπολη και για τους Έλληνες που ζούσαν εκεί και μετά τους έδιωξαν και για τη γιαγιά μου και τον παπού μου που είχαν το μαγαζί και για την Αγιά Σοφιά…»

«Α…την Αγιά Σοφιά τη θυμάμαι. Ήταν αυτή η μεγάλη εκκλησία» πετάχτηκε η Μαρίνα

Χαμογέλασε η Ζωή. Μα θα ήταν δυνατόν να μην της έχει πει για την Κωνσταντινούπολη, οχτώ χρονών παιδί;

« Όχι ήταν. Είναι . Και φυσικά το θυμάσαι. Αφού το μάθατε και στο σχολείο. Μου τόπες»

Ελληνόπουλα και να μη μάθουν για την Πόλη και τον Ελληνισμό εκεί και για την Αγιά Σοφιά; Ήταν δυνατόν; «Δε βαριέσαι» σκέφτηκε αστραπιαία. «Όλα είναι δυνατά».

Έπρεπε όμως να συνεχίσει με τη ζαχαροπλαστική. Έτσι μεταφέρονται οι
παραδόσεις. Ιστορία θα έκαναν άλλη φορά.

« Καλά, θα σου διαβάζω τα υλικά να τα φέρνεις από το ψυγείο, εντάξει;»
«Εντάξει!» πετάχτηκε προς το ψυγείο η Μαρίνα, το άνοιξε και περίμενε
« Ένα βιτάμ»
«Το βρήκα! Τι άλλο;»
«Πέντε αυγά. Πρόσεχε μην τα σπάσεις. Ένα ένα να τα παίρνεις»

Καθώς έβγαζε τα αυγά και τα τοποθετούσε με μεγάλη προσοχή στο τραπέζι, έσκυψε και έπιασε ένα χαρτάκι από το πάτωμα.

«Μαμά αυτό έπεσε από το τετράδιο» είπε, το άφησε στο τραπέζι και συνέχισε την προσεκτική της «δουλειά»

Η Ζωή δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να της ζητάει τα υλικά, αλλά ξάφνου της ήρθε αστραπιαία μια σκέψη τρελή στο μυαλό και άρπαξε το χαρτάκι με μανία. Το άνοιξε και η καρδιά της πήγαινε να σπάσει.


Ποτέ ξανά χώρια εγώ κι εσύ. Κι αν σε χάσω θα σε ξαναβρώ.
Έ.


«Άστα πάνω στο τραπέζι και έρχομαι σε ένα λεπτό μωρό μου»

Βγήκε από την κουζίνα, πέρασε από το σαλόνι και βγήκε έξω στο μπαλκόνι.

Θα έσκαγε αν δεν έπαιρνε λίγο αέρα! Και τι δε θα ‘δινε για ένα τσιγάρο τώρα.

Το είχε κόψει τότε, όταν ήταν στο νοσοκομείο. Ένα μήνα είχα αντέξει χωρίς τσιγάρο και βγαίνοντας κατάλαβε ότι μπορούσε να το βγάλει απ΄τη ζωή της.

Έμεινε πολύ γρήγορα έγκυος. Και το έκοψε χωρίς καν να το καταλάβει. Όχι ότι δεν το είχε πεθυμήσει, αλλά ήθελε τόσο πολύ να κάνει παιδί που δεν θα διακινδύνευε για μια συνήθεια την υγεία του.

Τώρα όμως το ήθελε τόσο πολύ.

Συνήλθε. Και το μυαλό της, πάλι στο νοσοκομείο μεταφέρθηκε. Και είδε μπροστά της τον Έκτορα. Θυμόταν ότι…δεν θυμόταν. Δε μπορούσε να καταλάβει τι έγινε, που είναι, πως βρέθηκε εκεί.

« Αγάπη μου» της είπε ο Έκτορας.

Προσπαθούσε να καταλάβει αν ονειρεύεται ή αν είναι ξύπνια. Ο Έκτορας το κατάλαβε και έσπευσε να της λύσει τις απορίες.

« Αγάπη μου, επανέλαβε, θα σου τα εξηγήσω όλα. Είσαι στο νοσοκομείο αλλά είσαι καλά.»

Η Ζωή συνέχισε να τον κοιτάει με απορία. Πως ήταν αυτός εδώ, που ήταν οι υπόλοιποι, η οικογένεια της;

«Πως είμαι εδώ ; Είμαι τυχερός, γι αυτό. Και κάποιος εκεί ψηλά θέλει να είμαστε μαζί».

Η Ζωή κοίταξε τριγύρω της το μικρό δωματιάκι και με την άκρη του ματιού της είδε δίπλα της ένα ποτήρι.

« Διψάς αγάπη μου;» την πρόλαβε ο Έκτορας.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα μια νοσοκόμα.

«Δε σου είπα ότι όταν ξυπνήσει θέλω να μου το πεις; Θα χάσω τη δουλειά μου αν σε βρουν εδώ μέσα, το καταλαβαίνεις;» τον μάλωσε.
« Τώρα μόλις άνοιξε τα μάτια της, θα σε καλούσα σε ένα λεπτό»

Η νοσοκόμα της πήρε την πίεση, της έβαλε θερμόμετρο και της έδωσε νερό να πιεί. Έλεγξε τον ορό και της χαμογέλασε.

« Πως αισθάνεσαι;»

« Δεν πονάω». Ήταν τα πρώτα λόγια της Ζωής. « Η οικογένεια μου που είναι; Που είμαι;»

«Άσε με να της μιλήσω εγώ» παρακάλεσε ο Έκτορας.

« Έχεις δέκα λεπτά και μετά πρέπει να γυρίσεις στο δωμάτιο σου» είπε αυστηρά η νοσοκόμα. «Δε θα χάσω τη δουλειά μου για σένα» επανέλαβε.

Ο Έκτορας της έπιασε το χέρι τρυφερά.

«Πόσο τυχερός είμαι που είσαι καλά, που ήμουν εδώ όταν ξύπνησες. Θυμάσαι καθόλου τι έγινε;»

« Θυμάμαι που σε είδα να βγαίνεις από την τράπεζα. Μετά δε θυμάμαι».

« Είχα πάει στην τράπεζα να σηκώσω όλες μου τις οικονομίες και να σε πάρω να φύγουμε. Είχα σχέδιο. Θα έβγαζα τα χρήματα που είχα μαζέψει και θα εξαφανιζόμασταν από την Ελλάδα. Είχα κάνει μια επαφή στο εξωτερικό, θα μέναμε εκεί για λίγο μέχρι να ηρεμούσαν τα πράγματα και μετά θα σχεδιάζαμε το μέλλον.»

Μα…τι της έλεγε; Τι ιστορία ήταν πάλι κι αυτή; Η Ζωή άκουγε και ακόμα είχε την αίσθηση ότι ονειρεύεται. Δεν αντιδρούσε, απλά άκουγε.

« Μόλις πήρα τα λεφτά και πήγα να βγω από την τράπεζα μπήκαν μέσα δύο τύποι με κουκούλα. Έβαλαν τις φωνές. Με άρπαξαν. Άρπαξαν κι έναν άλλο κύριο που μόλις είχε κάνει ανάληψη. Εγώ ο βλάκας τα κρατούσα ακόμη στο χέρι τα λεφτά. Με χτύπησε, με πέταξε κάτω, πήρε τα λεφτά. Το ίδιο και τον άλλο. Κι αυτός ο χαζός τα κρατούσε στο χέρι. Κρατούσα στο χέρι. Μόλις είχαμε φύγει και οι δυο από το ταμείο. Ο κουκουλοφόρος με τράβηξε με δύναμη από το σακάκι και με σήκωσε. «Πάρε εσύ τα λεφτά από το ταμείο κι εγώ βγαίνω μ’ αυτόν εδώ. Γρήγορα» φώναξε στον άλλο. Κι εκείνος, πήδηξε μέσα στα ταμεία. Σε δευτερόλεπτα όλα αυτά. Εκείνη την ώρα, με την άκρη του ματιού μου είδα ένα σεκιουριτά της Τράπεζας πίσω από μια κολόνα. Μ έβγαλε έξω σπρώχνοντας. Τότε σε είδα, με είδες. Θυμάσαι;».

Έγνεψε καταφατικά η Ζωή. Το θυμόταν το βλέμμα του. Ήταν δώδεκα η ώρα. Ακριβώς 12.

« Δεν πολυκατάλαβα τι έγινε και πυροβόλησε αυτός. Χτυπηθήκαμε από μια σφαίρα. Εσύ κι εγώ. Από μια σφαίρα. Την ίδια σφαίρα. Τι σου λέει αυτό; Δεν είναι μοιραίο; Σαν κάτι να ήθελε να μας πει ότι εσύ κι εγώ είμαστε ένα. Μια σφαίρα Ζωή. Μια σφαίρα Ζωή μου.»

Έσκυψε το κεφάλι του πάνω της. «Αν σε έχανα δεν ξέρω τι θα έκανα».

1 σχόλιο: