Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

"ΔΩΔΕΚΑ" : Μέρος 8ο - Δύο πυροβολισμοί. Η Ζωή πέφτει...

Ο Πέτρος έφτανε στην είσοδο της Τράπεζας. Και ξαφνικά… μέσα στις μουσικές και τα στολίδια και τον κόσμο που περπατούσε με ψώνια στα χέρια…τα μάτια της «κόλλησαν» σε μιαν εικόνα, σαν βγαλμένη από παραίσθηση, σαν από όνειρο. Αλλά ήταν αληθινή. Εκεί, δίπλα της.

Ο Έκτορας έβγαινε από την τράπεζα, κάποιος τον τραβούσε, κάποιος τον έσπρωχνε, το σακάκι του ήταν σκισμένο… όχι δεν ήταν καθόλου παραίσθηση. Ήταν τρομαγμένος, αναστατωμένος, φοβισμένος, τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα ,κρατούσε μια μικρή δερμάτινη τσάντα στο χέρι…πάλι φωνές, ένας σεκιουριτάς βγήκε από πίσω τους…μια γυναίκα σπρώχτηκε και έπεσε στον πεζόδρομο, ο κόσμος πάγωσε.

Ο συναγερμός της τράπεζας άρχισε να ουρλιάζει.

Ένας δεύτερος μασκοφόρος, που εμφανίστηκε σχεδόν μέσα από μια μαγική εικόνα, του «κόλλησε» ένα πιστόλι στο κεφάλι.

«Μην κουνηθείς» φώναξε στο σεκιουριτά. Κι αυτός, «πάγωσε».

«Μην κουνηθεί κανένας. Εμείς θέλουμε μόνο τα λεφτά» ξαναφωνάζει ο μασκοφόρος.

Ο Έκτορας έμοιαζε σαν πληγωμένο ζώο. Πολύ γεροδεμένος ήταν ο άντρας με τη μαύρη κουκούλα με έναν σάκο στα χέρια του, που τον κρατούσε και τον έσπρωχνε. Για ποιο λόγο; Για προφύλαξη; Για όμηρο; Και τι δουλειά είχε ο Έκτορας στην τράπεζα;

Η Ζωή είχε παγώσει. Μήπως ήταν παιχνίδι του μυαλού;

Η κατάσταση θύμιζε αστυνομική ταινία. Ο Λεωνίδας, που καθόταν κάπου εκεί κοντά, πήρε χαμπάρι τι γινόταν, είχε πεταχτεί κι έτρεχε προς την Τράπεζα. Η Χρύσα ήταν όρθια και φώναζε.

Ο Πέτρος είχε βρεθεί μέσ΄ τη μέση. Ο δεύτερος μασκοφόρος που είχε τραβήξει το όπλο, του έδωσε μια γερή με την κάνη στο κεφάλι. Ο Πέτρος έπεσε.

Ο Θωμάς είχε ζαρώσει στο καροτσάκι του. Αισθάνθηκε φόβο. Και ξαναθυμήθηκε τον εφιάλτη που είχε δει.

Η Γεωργία και ο Ανδρέας έκαναν λίγο πίσω και χώθηκαν στην είσοδο ενός καταστήματος. Η Ελένη , όρθια γιατί είχε μόλις υποδεχτεί τους γονείς της Ζωής, είχε αρχίσει να κάνει σπασμωδικές κινήσεις και να δείχνει.

Ξαφνικά τα πάντα κινούνταν πολύ αργά για τη Ζωή. Θόρυβοι, εικόνες, άνθρωποι, σκέψεις, ιδέες… αρχίζει να κρυώνει, να κρυώνει πολύ, δεν ξέρει, δεν φαντάζεται.

Κλείνει τα μάτια και σωπαίνει…

Ο Έκτορας τη βλέπει. Έστω και σε αυτή τη δύσκολη θέση, την αναγνωρίζει.
Κάνει μια κίνηση προς το μέρος της φωνάζοντας το όνομά της.

Ένας κρότος. κι άλλος ένας δεύτερος. «μπαμ» «μπαμ» . Δύο πυροβολισμοί. Φυσάει κρύο αεράκι, τα σύννεφα γίνονται γκρίζα, τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα… η Ζωή πέφτει . Ο Θωμάς ουρλιάζει.

Η ζωή του, περνάει αστραπιαία μπροστά απ΄ τα μάτια του Έκτορα… τότε που ήταν παιδί στα στενά πλακόστρωτα του χωριού με τη γιαγιά του να παίζει και μετά στην αγκαλιά της Ζωής…

Πονάει. Ποιος πλήγωσε ποιον;

Η ώρα ήταν 12 ακριβώς, παραμονή Πρωτοχρονιάς και μόλις άρχιζε να χιονίζει στη Χριστουγεννιάτικη Αθήνα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου