Πέμπτη 20 Αυγούστου 2009

"ΔΩΔΕΚΑ": Μέρος 4ο - Το ατύχημα κι η γνωριμία με τον Έκτορα

Φωνές στο μικρό σαλονάκι, δίπλα στο χολ. Γύρισε ο πατέρας της; Τι ώρα ήταν; Το τασάκι δίπλα της, στο τραπεζάκι, ήταν γεμάτο. Πόση ώρα μέτραγε τις στάλες της βροχής; Κοίταξε το ρολόι της. Οχτώμισυ. Θα ήταν ο μεγάλος της αδερφός της με τη Χρύσα.


Περπάτησε προς τον θόρυβο. Άρχισε να αναγνωρίζει τις φωνές τους. Βρέθηκε μέσα στη μεγάλη αγκαλιά του Λεωνίδα.


Σπάνια έπαιρνε αγκαλιά τη Ζωή ο Λεωνίδας. Σήμερα έδειχνε διαφορετικός, ευδιάθετος παρά το πολύωρο ταξίδι και με κακοκαιρία. Συνήθως ήταν σοβαρός και μετρημένος. Στρατιωτικός στο επάγγελμα, από μικρό παιδί του άρεσε η στρατιωτική ζωή και η πειθαρχία. Του άρεσε και η εξουσία που σου δίνει το όπλο. Όταν πυροβολούσε σε καμιά άσκηση του έφευγαν όλα τα νεύρα. Δεν ήταν ποτέ καλός μαθητής. Όμως ήταν υπάκουο παιδί και έπαιρνε βαθμούς λόγω της συμπάθειας που του έδειχναν οι καθηγητές.


Πολλές φορές την αδικούσε τη Ζωή, όμως ποτέ δε του κράτησε κακία. Ακόμη και τότε που είχε μιλήσει άσχημα για τη σχέση της με τον Έκτορα έκανε πως δεν τα άκουσε.


Πάντα δίπλα του η Χρύσα. Η γυναίκα του. Είχαν παντρευτεί πριν από τρία χρόνια. Κλασική, τυπική γυναίκα στρατιωτικού. Με το ταγιεράκι, τα χαμηλοτάκουνα παπούτσια, τις φραχτές μπλουζίτσες σε παλ χρωματισμούς…


Μιλούσε λίγο η Χρύσα αλλά πάντα σε κοιτούσε κατ ευθείαν στα μάτια. Μια κλασική, συντηρητική μοναχοκόρη με δυο γονείς καθηγητές φιλόλογους, στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Πάντως τον αγαπούσε τον Λεωνίδα και τον ακολουθούσε παντού. Πρόσφατα είχε αποφασίσει να σταματήσει τα ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών που έκανε και να αφοσιωθεί στον γάμο της. Για να μην «αισθάνεται μόνος του ο Λεωνίδας» είχε πει. Ίσως και για να προσπαθήσει περισσότερο να κάνει ένα παιδί. Που δεν τάχε καταφέρει ακόμα.


«Με την εξέλιξη της επιστήμης σήμερα όλα γίνονται» της είχε πει ο πατέρας της, ο κύρ Χρήστος. «Θα σας πάει ο υπουργός- του έλεγε του Λεωνίδα ο πατέρας του- στους καλύτερους γιατρούς με τη νέα χρονιά.»


Τόθελαν όλοι ένα παιδάκι να τους αναστατώσει το σπίτι με τα κλάματα και τα γέλια του.


«Μακάρι νάχε ενδιαφερθεί τόσο ο υπουργός και με το Θωμά» ξανασκέφτηκε η Ζωή. Τόχε σκεφτεί τόσες πολλές φορές. Και δεν τόχε πει ποτέ.


Δεν είχε προλάβει να αγκαλιάσει και τη Χρύσα η Ζωή και η πόρτα ξανάνοιξε. Ο πατέρας. Αλαφιασμένος όπως πάντα και σκονισμένος. Κάθε μέρα τέτοια ώρα περίπου γύριζε σπίτι. Γύρω στις 9. Μετά, έβλεπε όλες τις πολιτικές εκπομπές στην τηλεόραση. Σε κάποιες έβγαινε και ο υπουργός. Εκεί να δεις, «απόλυτη σιωπή» στο σπίτι!


Είδε όλη την οικογένεια μαζεμένη, γέλασαν και τα μουστάκια του. Είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία επίσκεψη του Λεωνίδα.


Πήρε αμέσως μέσα στην κουζίνα τον Λεωνίδα και τον Θωμά να πούνε τα …δικά τους. Κυρίως για το ποδόσφαιρο. Και για …γυναίκες. Πειράζοντας τον μικρό που είναι φοιτητής σε μια σχολή με πολλά κορίτσια.


Η Χρύσα με την πεθερά της πήγαν να τακτοποιήσουν τα πράγματα.

Και η Ζωή ξανάμεινε μόνη. Ευτυχώς, είχε τσιγάρα.


«Καλύτερα να χαλαρώσεις, που σου είπε κι ο γιατρός» έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της. «Η ζωή είναι μικρή. Δεν είναι αγώνας ταχύτητας».


Βάλθηκε πάλι να κοιτάζει τις στάλες της βροχής. Το κεφάλι της ακουμπούσε στο τζάμι. Έβαλε το χέρι στο μέτωπό της για να σκουπίσει την υγρασία που είχε «μεταβιβαστεί» απ΄το τζάμι στο μέτωπο. Έπιασε το σημάδι στο μέτωπο. Γιατί δεν είχε πάει τόσα χρόνια να την κάνει τη ρημαδοπλαστική; Για «επέμβαση ρουτίνας» της είχε μιλήσει ο γιατρός. Δεν πήγε ποτέ.


«Η Ζωή είναι δική μου, είσαι δική μου. Για πάντα».

Τα λόγια που της είχε πει ο Έκτορας την τελευταία φορά που τον είχε δει.


Ο μεγάλος της έρωτας. Μετανάστης από την Αλβανία, είχε έρθει το 1991 στην Ελλάδα για να βρει ένα καλύτερο κόσμο και να εργαστεί. Μορφωμένο παιδί, με οικονομικές σπουδές στην Αλβανία αλλά πίστεψε ότι στην Ελλάδα θα ζούσε πιο καλές μέρες. Από φτωχή οικογένεια. Τέσσερα αδέλφια, όλα είχαν φύγει από την Αλβανία. Όλα έφυγαν στο εξωτερικό, Ιταλία, Γερμανία, Τουρκία, Ελλάδα . Και μια αδερφή που παντρεύτηκε στα Τίρανα.


Ευχή και κατάρα τούχαν δώσει οι φτωχοί γονείς του να ζήσει τίμια και με αξιοπρέπεια στη χώρα που θα επιλέξει να ζήσει. Κι αυτός το έκανε. Δούλεψε μερικά χρόνια σε οικοδομή και μετά… μετά ήρθαν οι καλύτερες μέρες. Έμαθε άριστα τα Ελληνικά, έκανε πολλούς φίλους κι έπιασε δουλειά στο λογιστικό τμήμα μιας μεγάλης εταιρίας. Έγινε νοικοκύρης, με δική του μηχανή και άνετο διαμέρισμα. Όλα τα λεφτά του, στην τράπεζα. Ήθελε να είναι αξιοπρεπής. Πάντα. Κάποιος που θα τον σέβονται. Αυτήν την αξιοπρέπεια είχε ερωτευτεί και η Ζωή όταν της είχε σώσει τη ζωή μαζί και του αδερφού της από το ατύχημα που είχαν με το μηχανάκι εκείνο το καλοκαίρι.


Ο Έκτορας ήταν ο άνθρωπος που – καλή του ώρα- ήταν, από τύχη, μπροστά στο ατύχημα και ανησυχώντας για την υγεία τους, τους είχε συνοδεύσει στο νοσοκομείο. Είχε δώσει αίμα για τη Ζωή. Ποτέ δεν είχε μάθει λεπτομέρειες. Ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί. Τι σημασία είχαν οι λεπτομέρειες; Που να ξέρει, που να φανταστεί τι πραγματικά είχε γίνει;


Πόσες φορές δεν την είχε κάνει αυτή τη σκέψη η Ζωή. Πόσες φορές. Ότι στις φλέβες της κυλάει ακόμα το αίμα του Έκτορα !


Τάχε ακούσει από τις διηγήσεις η Ζωή. Η ίδια ήταν αναίσθητη. Της τάχε πει ο Έκτορας πολλές φορές. Ο πατέρας της. Η μάνα της. Ακόμα κι ο γιατρός κι η νοσοκόμα που ήταν εκεί και τάχε παρακολουθήσει όλα.


- Η κόρη σας κύριε χρειάζεται 4 φιάλες αίμα, είπε στους γονείς της ένας γιατρός, στο νοσοκομείο.

Η Ζωή χρειαζόταν επειγόντως αίμα.

- Τι θα κάνουμε τώρα;


Η μάνα της ήταν σα χαμένη. Κοίταζε το γιατρό λες και κοίταζε τον Ιησού Χριστό. Τι περίμενε άραγε ο γιατρός; να το βρούν εκείνη και ο Χρήστος το αίμα;


- Έχει σπάνια ομάδα αίματος η κόρη σας. 0 αρνητικό. Δεν έχουμε επάρκεια, είπε ο γιατρός. Και πρέπει να το βρούμε τώρα. Έχει χάσει πολύ αίμα, θα πρέπει να της γίνουν αρκετές επεμβάσεις. Όχι τόσο σοβαρές αλλά το αίμα το χρειαζόμαστε. Ψάξτε, τηλεφωνήστε, ρωτήστε. Εσείς κυρία μου, τι ομάδα αίματος είστε; Η μητέρα έχει συνήθως το ίδιο αίμα με την κόρη.


Ο Χρήστος, πιο ψύχραιμος, μπήκε μπροστά, βλέποντας τη γυναίκα του να λιποψυχάει.


-Ναι, 0 αρνητικό έχει η γυναίκα μου γιατρέ αλλά έχει υψηλή πίεση. Δεν μπορεί να δώσει αίμα.

-Να δώσω…να δώσω Χρήστο μου, φώναξε η μαμά της.

Ο γιατρός την κοίταξε στενοχωρημένος.

- Δεν μπορώ να το πάρω το αίμα σας αφού έχετε υψηλή πίεση. Δεν μπορώ να το βάλω στην ασθενή.

- Έχω εγώ 0 αρνητικό γιατρέ. Θα δώσω εγώ.


Η φωνή ήταν ενός ψηλού παιδιού, με τη λίγο ξενική προφορά, με τα καστανά, μακριά μαλλιά που τους είχε πάρει από πίσω και τους είχε αναζητήσει στο νοσοκομείο. Στεκόταν εκεί, κοντά τους, στο βάθος του διαδρόμου των Εξωτερικών Ιατρείων.


Και έδωσε. Οι γονείς της Ζωής είχαν τρέξει και τον είχαν αγκαλιάσει και του είχαν σφίξει το χέρι. Αυτό το χέρι που μετά από λίγο καιρό, όταν έμαθαν για τη σχέση του με τη Ζωή, ούτε να το αγγίξουν δεν ήθελαν.


Δυο χρόνια μεγαλύτερος από τη Ζωή, είχαν όμως την ίδια, σημαδιακή μέρα γενέθλια. Πρώτη Ιανουαρίου. Πλησίαζε.


Έγιναν ζευγάρι η Ζωή και ο Έκτορας. Έμειναν μαζί τέσσερα χρόνια, μέχρι το καλοκαίρι του 1996. Όλοι σχεδόν, εναντίον του δεσμού. Ο πατέρας της, ο αδελφός της ο μεγάλος, η μάνα της…

«Μα γιατί;» ρώταγε και ξαναρώταγε κλαίγοντας η Ζωή.


Δεν ήθελαν Αλβανό στο σπίτι τους. «Τι θα πει ο κόσμος;» έλεγε και ξανάλεγε ο πατέρας της. «Τι θα πω στον Υπουργό; Πως θα το δικαιολογήσω;»


Οι στάλες είχαν σταματήσει να πέφτουν. Το μικρό τασάκι είχε γεμίσει ως τα επάνω. Η τηλεόραση έπαιζε χωρίς κανένας να την ακούει, η μαμά και η Χρύσα κλεισμένες στο δωμάτιο των «παιδιών», οι 3 άντρες είχαν αρχίσει τα ανέκδοτα…

2 σχόλια:

  1. Oso pate mas kratate olo kai pio poly se agwnia!!! Elpizw na min argisei poly to 5o kefalaio...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ενδιαφέρον και αφήνει πολλά υπονοούμενα για συνέχεια στη σχέση αυτών των δύο ατόμων, της Ζωής και του Έκτορα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή